Η Κοίμηση με την φωνή των Πατέρων


     Στις 15 Αυγούστου, η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει το μυστήριο της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, το γεγονός που ο λαός αποκαλεί «Πάσχα του καλοκαιριού». Η ημέρα αυτή δεν είναι μόνο ανάμνηση, αλλά ζωντανή εμπειρία συνάντησης του ουρανού και της γης: η γη παραδίδει το πανάχραντο σώμα της Μαρίας, και ο ουρανός ανοίγει για να την υποδεχθεί. Η Καινή Διαθήκη σιωπά για το τέλος της επίγειας πορείας της, όμως η Ιερά Παράδοση διασώζει με αγάπη και τιμή τα γεγονότα. Σύμφωνα με αυτήν, λίγο πριν το τέλος, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε στην Παναγία, κρατώντας κλάδο φοίνικα ως σημείο νίκης και αθανασίας, και της ανήγγειλε ότι ήρθε η ώρα να περάσει στην αιώνια ζωή.

 

     Με θαυματουργικό τρόπο, οι Απόστολοι συναθροίστηκαν από τα πέρατα της οικουμένης στην Ιερουσαλήμ για να την αποχαιρετήσουν. Ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης ψάλλει: «Σήμερον ο ουρανός ανεώχθη, δεξάμενος την μητέρα του φωτός· σήμερον η γη παρέδωκε το πανάσπιλον σκήνωμα εις τον ουρανό». Η εικόνα αυτή περιγράφει τη διπλή κίνηση του μυστηρίου: η Παναγία φεύγει από τον κόσμο, αλλά δεν αποκόπτεται από αυτόν· ανυψώνεται στους ουρανούς, αλλά παραμένει μητέρα όλων των ανθρώπων.

 

     Κατά την ώρα της κοίμησής της, η Παναγία περιβαλλόταν από φως, και οι Απόστολοι έψελναν ύμνους χαρμολύπης. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «Ἐπρεπε τὸ σῶμα, τὸ Θεοδόχον, τὸν θάνατον καὶ τὴν φθορὰν μὴ γνῶναι· ἀλλὰ μετὰ τὴν κοίμησιν, μετασταθῆναι πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν». Η εικόνα αυτή μεταφέρει το μήνυμα ότι η αγιότητα της Παναγίας, η απόλυτη καθαρότητα και η ένωση με τον Χριστό, την καθιστούν ξένη προς την φθορά.

 

      Το σώμα της εναποτέθηκε με τιμές στον τάφο στη Γεσθημανή. Όμως, τρεις ημέρες αργότερα, όταν ο Απόστολος Θωμάς, που είχε λείψει, ζήτησε να προσκυνήσει, ο τάφος άνοιξε και βρέθηκε κενός. Η Εκκλησία ερμηνεύει το γεγονός ως σημείο της μεταστάσεώς της. Στο ιδιόμελο των Εγκωμίων ψάλλεται: «Ὁ τάφος σου, Θεοτόκε, γέγονεν κλίμαξ προς ουρανόν». Είναι η εικόνα του τάφου όχι ως τελικής κατοικίας, αλλά ως περάσματος στη ζωή.

 

     Η θεολογική σημασία της εορτής εκτείνεται σε πολλά επίπεδα. Σωτηριολογικά, η Κοίμηση βεβαιώνει ότι η σωτηρία δεν αφορά μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Η Παναγία, ως «πλήρης χάριτος», δείχνει ότι ολόκληρη η ανθρώπινη φύση καλείται στην αφθαρσία. Εκκλησιολογικά, είναι η εικόνα της Εκκλησίας δοξασμένης. Ο Πατριάρχης Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως απευθύνεται σε εκείνη λέγοντας: «Ἐν σοὶ τὴν Ἐκκλησίαν θεωροῦμεν, ὡς ἐν τύπῳ τετελειωμένην». Ανθρωπολογικά, η μετάσταση της Θεοτόκου επιβεβαιώνει ότι η ανθρώπινη φύση, όταν ενωθεί με τον Θεό, ξεπερνά τον θάνατο.

 

      Η Εκκλησία ζει την προσδοκία αυτή μέσα στη λατρεία. Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, που προηγείται, είναι περίοδος κατανύξεως και προσευχής. Οι Παρακλήσεις γεμίζουν τους ναούς με ικεσίες: «Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε, μεσιτεία προς τον Ποιητήν αμετάθετε». Το απολυτίκιο της εορτής συμπυκνώνει την ουσία: «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…». Και το κοντάκιο προσθέτει: «Τὴν ἐν προσευχαῖς ἀκοίμητον Θεοτόκον καὶ ἐν προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα…». Μέσα σε αυτά τα τροπάρια ο πιστός ακούει την ίδια την Εκκλησία να του λέει ότι η Παναγία δεν σταμάτησε να είναι μητέρα του.

 

     Η ιστορική καθιέρωση της εορτής ξεκινά από την Ιερουσαλήμ του 5ου αιώνα, στον ναό της Κοιμήσεως στη Γεσθημανή. Επί αυτοκράτορα Μαυρικίου καθορίστηκε η 15η Αυγούστου ως σταθερή ημερομηνία. Στη Δύση η εορτή έγινε γνωστή ως Assumptio Mariae, με έμφαση στην ανάληψη της Παναγίας στους ουρανούς. Παρά τις διαφορετικές θεολογικές διατυπώσεις, η ουσία παραμένει κοινή: η Μητέρα του Θεού δεν γνώρισε φθορά, αλλά μετέστη στη ζωή.

 

     Σήμερα, ο Δεκαπενταύγουστος είναι κορυφαία στιγμή της πνευματικής και κοινωνικής ζωής. Από τα μεγάλα προσκυνήματα της Τήνου και της Παναγίας Σουμελά, έως τα απομονωμένα ξωκλήσια, οι πιστοί προσέρχονται με τάματα και προσευχές. Στις λιτανείες ακούγονται στίχοι που συνδέουν την Παναγία με την ελπίδα κάθε ανθρώπου: «Χαίροις, γη αγία, εν η το ξύλον της ζωής εφύτρωσε· χαίροις, αγνή περιστερά, η μετά θάνατον προς τον Υιόν πετάσασα». Οι ύμνοι γίνονται ζωντανές εικόνες· η Παναγία δεν είναι απλώς ηρωίδα του παρελθόντος, αλλά παρούσα μεσίτρια.

 

     Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός κλείνει το εγκώμιό του με τα λόγια: «Ἡ μετάστασίς σου, Δέσποινα, ἐγγύησις τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν». Στην πρόταση αυτή περικλείεται όλη η θεολογία της ημέρας: ό,τι συνέβη σε εκείνη, θα συμβεί και σε όλους όσοι ζουν και πεθαίνουν ενωμένοι με τον Χριστό. Έτσι, η Κοίμηση δεν είναι απλώς τιμή στην Παναγία, αλλά και υπόμνηση του δικού μας προορισμού. Ο Δεκαπενταύγουστος γίνεται διακήρυξη ότι «η ζωή ενίκησε» και ότι η μητέρα της Ζωής συνεχίζει να μας καλεί στην αιώνια δόξα.

 

Ο ποιητής της αγιότητας Ματθαίος Μουντές (1935-2000) στη συλλογή «Η αντοχή των υλικών» (1971) γράφει για την Παναγία με τρόπο ελληνορθόδοξο: «Διαδόθηκε πως είδαν την Παναγία να υφαίνει/ μικρά ράσα για τα παιδιά των σκλάβων./ Κάθεται λένε παράμερα, κάτω από ένα σκίνο, υφαίνει και κλαίει. Ποιος ξέρει, ίσως ν’ άκουσε/ για την προδοσία, ίσως να λυπάται ακόμα για/ τις μικροσκοπικές δεσποινίδες που τις έδιωξαν/ από τον Πύργο και κατεβαίνουν τρεκλίζοντας προς τα βράχια./ Η Παναγία δεν είναι μια ξένη σε τούτο τον τόπο./ Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τα φιλόπτωχα ταμεία/ ούτε με τα κλουβιά, ούτε με τα πυροτεχνήματα./ Όμως κάτι παιδιά είπαν πως την είδαν να κοιμάται/ πολλές βραδιές σ’ εκείνα τα χαλάσματα στο ρέμα./ Άραγε πληροφορήθηκε για τη λόγχη;/ Τα πηγάδια-ευτυχώς- φέτος γέμισαν./ Λένε πως βοήθησαν σ’ αυτό πολύ τα δάκρυά της».

 

 

Η Κοίμηση της Θεοτόκου στη λογοτεχνία

 

Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η μεγαλύτερη από τις Θεομητορικές εορτές και στην πατρίδα μας τιμάται με ιδιαίτερη λαμπρότητα και επισημότητα.

 

Για τον λαό μας η Παναγία είναι η μητέρα όλων μας, είναι η γέφυρα που οδηγεί στον Θεό, αυτή που μεσιτεύει για την σωτηρία μας, που προστρέχει, θαυματουργεί, ενθαρρύνει, γαληνεύει, προστατεύει και παρηγορεί τον άρρωστο, τον αδικημένο και τον κάθε πονεμένο άνθρωπο που ζητεί την βοήθειά της.

 

Πάλλεται από έμπνευση και ευαισθησία ποιητική η πένα του Φώτη Κόντογλου στο κείμενό του για την «Κοίμηση της Θεοτόκου»: «Σήμερα το αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωμά, το αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει δροσερό μέσα στο πέλαγο και αφρίζει φουσκωμένο από τη χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει και αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, που γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της Αθανασίας!»

 

Ο  άγιος της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει για την Παναγία: «Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζει με το βαθύ ποτάμι με τον νόμο σου τόσες ψυχές, δρόσισε και εμένα, την ψυχή μου. Είσαι εσύ η πόλις του Θεού και ακόμη το αγιασμένο σκήνωμα που ευφραίνονται τα ρεύματα κυλώντος ποταμού. Είθε στην καρδιά μου που έχει στραγγιστεί να δώσει ζωή και δύναμη η χάρη σου».

 

Ο Άγγελος Σικελιανός στο ποίημα «Ύμνος στην Παναγιά» θα αναφωνήσει: «Στεριές, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάνα η Ελλάδα στην αθάνατη γονατιστή πλαγιά που τρέμει μπρος της η άβυσσο ακούοντας την καμπάνα τα θεόρατα τα μάτια σου στυλώνει Παναγιά!»



 

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ