Η Κοίμηση της Θεοτόκου στη Λογοτεχνία

 

     Όλοι οι Ορθόδοξοι Έλληνες εορτάζουν τον Δεκαπενταύγουστο την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, μία από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης, που εύστοχα πήρε την ονομασία «το Πάσχα του καλοκαιριού». Η μορφή της Θεοτόκου αγαπήθηκε πολύ από τον ευσεβή λαό μας, που νιώθει την Παναγία ως μητέρα όλων των ανθρώπων, ως μεσίτρια προς τον Μονογενή της Υιό και Λόγο του Θεού, ως συμπαραστάτης σε κάθε δύσκολη στιγμή της επίγειας ζωής. Στην νεοελληνική γραμματεία πολλοί λογοτέχνες και ποιητές εξύμνησαν τη μορφή της Θεοτόκου για τον θαυμαστό ρόλο της στην ανθρωπότητα και έχουν γράψει εγκώμια για την Κοίμησή της.

 

     Ο Αγιογράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου γράφει: «Σήμερα το αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, το αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει δροσερό μέσα στο πέλαγο, και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανηγυρίζει και αγάλλεται. Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, του γέμισε την οικουμένη και τις καρδιές μας με τη χαρά της Αθανασίας».

 

     Ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Πηγή μου ζωηφόρος που δροσίζει με το βαθύ ποτάμι με τον νόμο σου τόσες ψυχές, δρόσισε και εμένα, την ψυχή μου. Είσαι εσύ η πόλις του Θεού και ακόμη το αγιασμένο σκήνωμα που ευφραίνονται τα ρεύματα κυλώντος ποταμού. Είθε στην καρδιά μου που έχει στραγγιστεί να δώσει ζωή και δύναμη η χάρη σου».

 

     Ο λογοτέχνης από την Θεσσαλονίκη Νίκος Γ. Πεντζίκης: «Γονατίζω στα πόδια, στα πόδια της παντοτινής του μητέρας, κόρης, Παρθένου. Δέξου τις παρακλήσεις αναξίων σου ικετών, κορυφή δυσανάβατη στους λογισμούς, βάθος δυσθεώρητο στα άτια, καθέδρα βασιλική που βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. Άστρο που φανερώνει τον ήλιο. Αγρέ που βλασταίνει την ευφορία της συμπόνιας. Τραπέζι στρωμένο με χορταστική αφθονία. Λιβάδι που ξανανθίζει τη δύναμη, αυτή του πασχαλιάτικου αμνού. Λιμάνι όσων κινδυνεύουν, πρεσβεία, μεσιτεία, εξίλασμα του κόσμου, λύτρωση ουρανός όλων των ημερών».

 

      Ο Κωστής Παλαμάς προσεύχεται μυστικά και γράφει: «Πρόστρεξε, Μυροφόρα Μονάχα Εσένα πίστεψα και λάτρεψα μονάχα Εσένα από τα πρωϊνά γλυκοχαράματα Κι ως τώρα μεσ’ τα αιματοστάλακτα μιας οργισμένης δύσης Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσεις.»

 

      Ο πεζογράφος Σπύρος Μελάς σε ένα κείμενό του το 1949: «Η λατρεία μας σε σένα είναι υφασμένη με αυτή την εθνική μας ύπαρξη. Μάς παραστέκεις, μάς σκέπεις, μάς κραταιώνεις, γιατί πιστεύουμε σωστά. Πιστεύουμε πως δέχτηκες στα αγνά σου σπλάχνα τον Θείο Λόγο για να δώσεις το γήινο σχήμα στο λυτρωτή του κόσμου. Μαρτύρησες και πόνεσες μαζί του για τη σωτηρία μας. Και έζησες στερημένη τη γλυκιά μορφή του κάτω από τη στοργική φροντίδα του Ιωάννη, ως την ημέρα που έγειρες και εκοιμήθηκες τον μακάριο ύπνο της συντελεσμένης αποστολής, για να ανέβεις με τα φτερά των αγγέλων στην αιώνια δόξα του Μονογενή σου».

 

      Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος (Παπουτσάκης) (1915-2006) στο ποίημά του «Στην Παναγιά»: «Στεφάνωμα του νικητή η θεία σου Κοίμηση,/ στην ταπεινή σου αφάνεια και στης ζωής το μόχθο/ αγώνων τέλος κι η μετάσταση, αιώνια δόξα./ Η νεκρική σπηλιά και της Γεθσημανή ο τάφος/ για πάντα να κρατήσουν δεν μπορούν τ’ άφθαρτο σκήνος./ Τρανό το θαύμα τούτο και στη γνώση αχώρητο,/ με αγγέλων συνοδεία το λόγο βεβαιώνει τον προφητικό./ Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου Πεποικιλμένη./ Παντάνασσα του Ουρανού, Κυρία των αγγέλων,/ γενεές των γενεών και εδώ στη γη σε μακαρίζουν/ μα εγώ μητέρα μου σε νιώθω και δακρύζω».

 

     Ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Όπου πίκρα και ορφάνια/ και φτωχολογιά/ με τα μάτια βουρκωμένα/ βρίσκεται η Παναγιά./ Πότε γνέθει πότε υφαίνει/ πότε τραγουδεί,/ πότε σκύβει να φιλήσει/ κάποιο άρρωστο παιδί./ Και την άλλη μέρα να τη/ πάλι απ’ το πρωί/ να μας λέει «κάντε κάτι/ για ν’ αλλάξει η ζωή».

 

      Ο Ελευθέριος Μάϊνας (1928-1996) Θεολόγος, συγγραφέας, ποιητής και κυρίως άνθρωπος που ήξερε ν’ αγαπάει: «Βασίλισσά μας, των αγγέλων η Κυρία,/ τους εφιάλτες μας η Κοίμησή Σου/ σε εικόνες μεταβάλλει Παραδείσου./ Τώρα κοιμόμαστε σχεδόν αγγελικά/ τις νύχτες μας στη γη με όνειρα γλυκά./ Μεσίτριά μας, στην Εδέμ πραγματικά/ αξίωσέ μας να τα ζήσουμε μαζί Σου».

 

     Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), που διακρίνεται για τη βαθιά θρησκευτική πίστη του, στο ποίημα του «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου»: «Εδώ χρειάζεται κοντύλι του ζωγράφου, στη μοναξιά,/ στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα/ τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει/ το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,/ να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,/ ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,/ να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,/ που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης/ με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες/ και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,/ ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,/ όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα/ τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα/ περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,/ θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας/ τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,/ αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν/ στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,/ μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,/ καπνοί, που διαλύουν τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.»



 

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ