«Χείρ δημίου τέμνει σέ, Μαρῖνα, ξίφει.
χείρ Κυρίου χάριτι θείᾳ δέ στέφει»
Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί Ἀδελφοί,
Παιδιά μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπημένα,
Ἡ Ἀγία Μαρῖνα κατάγοταν ἀπό τά μέρη τῆς Πισιδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί σέ νηπιακή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα. Ὁ πατέρας της, ἱερέας τῶν εἰδώλων, τήν παρέδωσε τότε σέ μία τροφό, πού κατοικοῦσε ἔξω ἀπό τήν πόλη γιά νά τήν ἀναθρέψει, ἀπό τήν ὁποία γνώρισε τόν Χριστό καί στά δεκαπέντε της χρόνια, ἡ Μαρίνα ἤδη ποθοῦσε νά μιμηθεῖ τούς Ἁγίους Μάρτυρες. Ἡ νεαρή καρδιά της πυρπολήθηκε μέ ἀγάπη γιά τόν Θεό. Ὑποσχέθηκε ποτέ νά μήν παντρευτεῖ, ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα νά ὑποφέρει γιά τόν Χριστό καί νά βαπτιστεῖ στό αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ πατέρας της τήν μισοῦσε γιά τήν πίστη της καί δέν τήν θεωροῦσε κόρη του, μέ ἀποτέλεσμα νά τήν ἀποκληρώσει. Ὅταν ὁ ἔπαρχος Ὀλύμβριος τήν συνάντησε, θαμπωμένος ἀπό τήν ὀμορφιά της διανοήθηκε νά τήν κάνει γυναῖκα του καί ρωτώντας την γιά τό ὄνομά της ἔλαβε τήν ἐξῆς ἀπάντηση: «Μαρῖνα ὀνομάζομαι, τῆς Πισιδίας εἶμαι γέννημα καί θρέμμα καί τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικαλοῦμαι».
Μέ αὐτό τον τρόπο ἄρχισε ἡ μαρτυρική της πορεία μέσα στήν φυλακή, μέ διάφορα καί φρικτά βασανιστήρια «καί τῷ αἵματι αὐτῆς ἡ γῆ ἐφοινίσσετο» (βάφονταν κόκκινη ἡ γῆ ἀπό τό αἷμα της). Μάλιστα στήν φυλακή, ἀναφέρει ὁ Ἱερός Συναξαριστῆς, ὅτι ἐμφανίστηκε μέ τήν μορφή φοβεροῦ δράκοντα ὁ διάβολος, τόν ὁποῖο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ καί τήν σημείωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ συνέτριψε ἡ Ἁγία. Λόγῳ τοῦ ὅτι κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου της πολλοί ἀσπάστηκαν τήν χριστιανική πίστη, τελικά ἡ Ἁγία ἀποκεφαλίστηκε καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Βελιμίροβιτς «Μέχρι ὁ Χριστός νά γίνει τό πᾶν γιά τήν ψυχή, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου γιά τόν Χριστό». Πῶς μπόρεσε ἡ Ἁγία Μαρῖνα δεκαπέντε χρονῶν, νά φτάσει νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό; Ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν τά πάντα γι’ αὐτήν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταληφθεῖ ἀπό μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν κυριεύσει ὁ θεῖος ἔρωτας, δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τόν Θεό. Βιώνει τό «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Κατά τούς Πατέρες, ὑπάρχει ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας, ἡ ζωή τοῦ σώματος (ἡ φυσική ζωή) καί ἡ πραγματική ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δέν μᾶς προτρέπει νά μήν ζοῦμε τήν φυσική ζωή, ἀλλά μᾶς παρακινεῖ νά ἀποφεύγουμε τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά ἀπαρνηθεῖ τήν ἁμαρτωλή ζωή του, γιά νά μήν χάσει τήν ψυχή του πού ταυτίζεται μέ τά πάθη. «Ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. 8, 35).
Ποια εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ἡ ζωή τῶν ἐντολῶν Του. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά πορευθεῖ στήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης. «Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή» (Παρ. 12, 28). Ὁ κόσμος, ἀντίθετα, ἔχει διαφορετική ἀντίληψη γιά τήν ζωή, τήν κοσμική ζωή, τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας. Νομίζει πώς τά χρήματα, τά πάθη τῆς σαρκός, τά ὑλικά ἀγαθά καί κάθε ἱκανοποίηση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν, θά μᾶς παρέχουν τήν ζωή.
Ἡ ὄντως ζωή ὅμως, εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν ζωή νά ἐπιδιώξουμε νά βροῦμε, διά πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Μαρίνης καί πάντων τῶν Ἁγίων, γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς μας καί νά ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ὁποία θά μᾶς ἀπαλείψει τά πάθη, θά μᾶς δώσει τήν δυνατότητα νά βιώσουμε τόν Χριστό καί νά ζήσουμε αἰωνίως. Ἀμήν.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ