Αγία Ελένη η Ισαπόστολος


 

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας το 247/8 μ.Χ. από γονείς άσημους. Ήταν κόρη πανδοχέα και διακρινόταν για την εξαιρετική της εξυπνάδα και ομορφιά. Το 270 ο Ρωμαίος Κωστάντιος Χλωρός αξιωματικός των Πραιτωριανών από αριστοκρατική οικογένεια κατέλυσε στο πανδοχείο και βλέποντας την χαρισματική Ελένη την ζήτησε για σύζυγο. Από την ένωση αυτή το 272  στη Ναϊσό της Μοισίας προήλθε ο Κωνσταντίνος.

 

Μετά από 21 έτη έγγαμου βίου, η αρετή της Ελένης δοκιμάστηκε σκληρά. Το 293 της ζητήθηκε να δώσει διαζύγιο στον Κωνστάντιο, κατ’ απαίτησιν του αυτοκράτορος Διοκλητιανού. Η γρήγορη άνοδος του Χλωρού στο ύπατο αξίωμα του Καίσαρα από τον Διοκλητιανό και η ανάθεση σ’ αυτόν του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον έσπρωξε να εγκαταλείψει την ενάρετη Ελένη και να παντρευτεί την Θεοδώρα ευγενικής καταγωγής. Η άνοδος του Κωνστάντιου Χλωρού στο αξίωμα του Καίσαρος και του Αυγούστου αυτοκράτορα άνοιγε δρόμο και για το μέλλον του Κωνσταντίνου.

 

Το ψυχικό μεγαλείο της Ελένης στο εξής εδείχθη αξιοθαύμαστο, αφού αποσύρθηκε φεύγοντας για την Ανατολή, όπου ζούσε ταπεινά, έχοντας όμως την αμέριστη συμπαράσταση του γιου της. Για 13 έτη ζούσε μόνη με συντροφιά την πίστη της στον Σωτήρα Χριστό, υπομένοντας τη σκληρή δοκιμασία και με στήριγμα την προσευχή, να φωτίζει ο Θεός τον γιο της να μην παρασυρθεί από την ματαιότητα του κόσμου. Και η απάντηση δόθηκε από Εκείνον που διακήρυξε: «ὅσα ἄν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». (Ματθ. 21,22) Το 306 ο Κωνσταντίνος διαδέχθηκε τον πατέρα του Κωστάντιο στον αυτοκρατορικό θρόνο.

 

Ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμώντας την αγαπημένη του  μητέρα, την κάλεσε κοντά του και της απένειμε τον τίτλο της αυγούστας, έκοψε νομίσματα με τη μορφή της και ονόμασε το Δρέπανο της Βιθυνίας Ελενόπολη. Η ενάρετη Ελένη παιδιόθεν, ήταν εκείνη που κατεύθυνε τον Κωνσταντίνο στην κοινωνική πολιτική. Φρόντισε σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας του να στηθούν ποικίλα ιδρύματα, για την εξυπηρέτηση και ανακούφιση του φτωχού λαού. Από το θησαυροφυλάκιο της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο φιλόστοργος γιος διέθεσε πόρους στην άξια μητέρα του, για πολλές κοινωνικές ευεργεσίες και ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη Αγίων Μαρκελλίνου κα Πέτρου, τον Καθεδρικό Ναό της Βόννης και Αγίου Βίκτωρος στη Γερμανία στην Κωνσταντινούπολη και παντού. Ως τα βαθιά γεράματά της επιδόθηκε με ελεημοσύνες στη βοήθεια των φτωχών, καταπιεσμένων, φυλακισμένων. Με τη στοργή και τη φρόνησή της έγινε για τον Κωνσταντίνο, η χριστιανή μητέρα των έργων, της διακονίας και της δράσεως, ο φωτεινός σύμβουλος και ο αναντικατάστατος οδηγός. Αγαπήθηκε από όλους του χριστιανούς Ανατολής και Δύσης και περισσότερο από τους Έλληνες.

 

Ο ιστορικός της εποχής Ευσέβιος έγραψε σχετικά: «Ἑλένη Αὐγούστα Θεῷ τῷ Σωτῆρι αὐτῆς, Θεοφιλοῦς βασιλέως θεοφιλής μήτηρ, εὐσεβοῦς τεκμήρια διαθέσεως ἵδρυσε». (=Η αυγούστα Ελένη για τον Σωτήρα της Χριστό, ως θεοφιλής μητέρα Βασιλέα επίσης θεοφιλούς, ίδρυσε Ναούς απόδειξη της ευσεβείας της!)   

 

Η Αγία Ελένη το 326 μ.Χ. μετέβη στους Αγίους Τόπους ν’ αναζητήσει κάπου στα χώματα του Γολγοθά τον Σταυρό του Κυρίου και θα τον αποκαθιστούσε ως το ιερότερο σύμβολο της χριστιανικής λατρείας. Η ίδια είχε δει οπτασία, που την παρακινούσε προς την ιερή αυτή αποστολή. Στα Ιεροσόλυμα, σε εποχή πλήρους παρακμής και με την βοήθεια του Επισκόπου Μακαρίου «με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον τίμιον σταυρόν με τους ήλους και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών», όπως γράφει ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιός από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η Αγία Ελένη παρεκάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας νεκρός που τον πήγαιναν προς ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί του Σταυρού του Κυρίου, αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας Κωνσταντίνος μόλις το πληροφορήθηκε, και το ήμισυ του Τιμίου Σταυρού το άφησε στα Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, το άλλο ήμισυ μετά των ήλων (καρφιών) το μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.

 

Στα δύο χρόνια παραμονής στα Ιεροσόλυμα, η Αγία έκτισε στο λόφο του Γολγοθά το Ναό της Αναστάσεως, στη Βηθλεέμ το Ναό της Γεννήσεως του Χριστού και στο όρος των Ελαιών το Ναό της Αναλήψεως. Για το σκοπό αυτόν είχε πάρει μαζί της τον αρχιτέκτονα Ζηνόβιο. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο και τα Κυκλαδονήσια. Στην επιστροφή της ευλόγησε την ελληνική Μεγαλόνησο Κύπρο, όπου ίδρυσε τη Μονή Σταυροβουνίου, πολλές Εκκλησίες και μοναστήρια, προικίζοντας κι εκείνα με τα ιερά σύμβολα του Πάθους του Κυρίου.

 

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ειρηνικά στη Νικομήδεια το 327/328 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ενταφιάστηκε στη Ρώμη σε μαυσωλείο, αλλά όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Σήμερα η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού.

 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 21 Μαϊου, συνεορτάζει τη μνήμη των αγίων βασιλέων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. 

 




 

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς