Ὁ Μακαριστός Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρός Θεόκλητος (κατά κόσμον Λουκᾶς) Ἀβραντινῆς, γεννήθηκε τό ἔτος 1922 εἰς τό χωρίο Κάτω Βλασία Καλαβρύτων ἀπό πτωχούς καί πολύτεκνους γονεῖς. Σπούδασε εἰς τήν Θεολογικήν Σχολήν Ἀθηνῶν λαβών τό πτυχίο τό ἔτος 1954. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1943, πρεσβύτερος δέ τό 1946. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Κάτω Βλασίας καί ἐφημέριος τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ «Καπνικαρέας» στὴν Ἀθήνα. Ἐχρημάτισε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν καί τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, εἰς τό πλευρόν τοῦ γέροντός του Ἀρχιεπισκόπου Θεοκλήτου.
Τό 1965 ἐξελέγη Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας, ὅπου ἐπί σαράντα (40) συναπτά ἔτη προσέφερε καί ἐδίδαξε κυρίως μέ τήν πνευματική του παρουσία. Διετέλεσε τοποτηρητής τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων Ἄρτης καί Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου. Ἀνέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο, ἐνῶ μὲ τὴν πρόνοιά του ἐξεδόθη τό περιοδικό τῆς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός». Ἐπίσης συνέγραψε σειρά βιβλίων θρησκευτικοῦ καί πνευματικοῦ περιεχομένου. Εφησυχάζων διά λόγους ὑγείας μετά τήν 6η Ἀπριλίου 2005 εἰς τό Ἐπισκοπεῖο τῆς Ἱερᾶς Πόλεως Μεσολογγίου, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ.κ.Χριστόδουλος ἀπένειμε εἰς αὐτόν (τήν 15ην Ἀπριλίου 2006) τήν ἀνωτάτην διάκρισιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν Χρυσοῦν Σταυρό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου Θεοκλήτου ὑπῆρξε πολυποίκιλο, ἐκτός ἀπό τήν πνευματική του παρουσία, βοήθησε καὶ χτίστηκαν πολλοί Ἱεροί Ναοί σέ ὅλο τό Νομό, ἵδρυσε φιλόπτωχα ταμεῖα, οἰκοτροφεῖα, γηροκομεῖο καί ὀρφανοτροφεῖο, ἐνῶ ποτέ δέν ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τούς πιστούς τῆς Μητροπόλεώς του. Ἀφοσιώθηκε στό ἔργο του ὡς καλός Ποιμένας μέ ἕνα καί μοναδικό σκοπό, τήν Θρησκευτική, Ἠθική καί Ἐθνική ἀνασυγκρότηση ὅλης τῆς Μητροπόλεώς του.
Ἀγάπησε καί ἐνδιαφέρθηκε γιά τά Μοναστήρια, στά ὁποῖα οἱ ἐπισκέψεις του ἦταν πολύ συχνές. Στήν Ἱερά Μονή Κατερινοῦς διέμεινε πολλές φορές καί ξεκουράζονταν σέ ἰδιαίτερο δωμάτιο, πού διατηρεῖται ἕως σήμερα, ἀφήνοντας ὡς ἀνάμνηση καί προσωπικά του ἀντικείμενα. Κατά τά ἔτη 1972-1973 ἀνέλαβε τήν ἀναστήλωση καί τήν ἠλεκτροδότηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κατερινοῦς, ἡ ὁποία εἶχε κατερειπωθεῖ.
Ἔκτοτε, ὁ Μητροπολίτης κυρός Θεόκλητος στίς ἑπόμενες δεκαετίες σύχναζε περισσότερο στήν Ἱερά Μονή Κατερινοῦς, ἀπολάμβανε τήν ὄμορφη φύση καί τά καλοκαίρια παραθέριζε μαζί μέ τά παιδιά τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἀπό τό Μεσολόγγι. Ἡ παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου ἦταν τόσο στοργική καί πατρική, ὥστε ὅλα τά παιδιά τόν ἀποκαλοῦσαν «Πατέρα». Ὑπῆρξε ἁπλός, καλοκάγαθος, χαριέστατος μέ τά παιδιά, τά ὁποῖα τόν ὑπεραγαποῦσαν. Φρόντιζε γιά τίς σπουδές τους, ἐνῶ παράλληλα ἔδιδε καί προῖκα στίς κοπέλες ὅταν παντρεύονταν καί βοηθοῦσε συνεχῶς μέ πολύ διάκριση.
Γενικά ἡ ἐπικοινωνία του μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶχε εὐγένεια, ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον ἄκουγε τά προβλήματά τους καί συμβούλευε κατά περίπτωση. Τό πέρασμά του ἀπό τήν Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας ἦταν ἀρχοντικό ἀλλά καί κοινωνικό, μέ μία ἰδιαίτερη χάρη καλωσύνης καί ἀνεξικακίας. Ἐκοιμήθη τήν 12η Φεβρουαρίου 2007 καί ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Ἐλεούσης.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κατερινοῦς