Από την ποίηση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

 

                                      

Μπρος στο Θεό όλα τα δεύτερα. Τόπο στο Λόγο…

Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα...

Ειρήνη φίλη, το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα…

Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν

υπ' ολίγων δέ φυλασσόμενον… Ελθέ, ελθέ, τάχιον-τάχιον!

Μ όνος μου χτες από τις πίκρες στραγγισμένος

Σε δάσος σύσκιο βαρύθυμος καθόμουν.

Μ' αρέσει, αλήθεια, αυτό το φάρμακο στις θλίψεις,

με την ψυχή μου ν' αναδεύω σκέψεις σιωπηλά.

Αύρες ψιθύριζαν μ' αηδόνια καλλικέλαδα

Απ’  τα κλαδιά γλυκό αποκάρωμα χυνόταν,

θαρρείς και σού φεύγε η ζωή. Κι από τα δέντρα

τα οξύφωνα τζιτζίκια, φίλοι του ήλιου,

πλημμύριζαν το δάσος με τις φλύαρες φωνές τους.

Σιμά ρυάκι δροσερό έβρεχε τα πόδια

και μες στο δάσος έτρεχε απαλά.

Πώς με συνείχε ωστόσο δυνατή η οδύνη

κι έτσι δεν με τραβούσαν διόλου ετούτα. Ο νους,

σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει.

Κι εγώ μέσα στις συστροφές της ταραγμένης σκέψης

σ' αντίμαχες ιδέες παραδομένος:

Ποιος στάθηκα, ποιος είμαι, τι θα γίνω; Δεν ξέρω καθαρά.

Κι άλλος σοφότερος μου ούτε κι εκείνος.

Σ τάσου. Μπρος στο Θεό όλα τα δεύτερα. Τόπο στο Λόγο.

Μάταια δεν σ' έπλασε ο Θεός,

μ' εγώ αντιστέκομαι, μικρόψυχος, στον ύμνο.

Σκοτάδι εδώ κι εκεί του Λόγου το βασίλειο κι όλα ξάστερα,

για το Θεό αντικρύζοντας, για στη φωτιά να τυραννιέσαι.

Μόλις με γλύκανε έτσι ο νους, πάει κι ο πόνος.

Κι από το σύσκιο δάσος χτες γυρίζοντας

στο σπίτι, μια χαμογέλαγα παράξενα

και μια σιγόκαιγε η καρδιά με σκέψη ανταριασμένη.

Τ ου μεγάλου Θεού κληρονομιά, ντυμένος σάρκα, εικόνα αρχέτυπη, θα σμίξω με τους ουρανούς τα πνεύματα. Μας προσκαλεί ο Θεός, φτερά ας ανοίξουμε κι ας πάμε…

Τ ο εύκολο στεφάνι Βασιλιά, κράτα το γι' άλλους… για χαρά να σε δεχτώ με τα παθήματα, τους πόνους…

Δ ικός Σου είμαι Χριστέ μου, και λύτρωσέ με ως θέλεις…

 

ΠΗΓΗ: PG 37, 1023-1450 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. 22, 1,

Ειρηνικός Β', PG 35, 1132ΑΒ (= ΒΕΠ 59, 166, 814).

 


 

 

κ τς ερς Μονς