Από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά και η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής! - Φώτης Κόντογλου

 

 

Καρδία συντετριμμένη – Αληθινή χαρά, η πονεμένη

 

…Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι αυτό είπε ο Δαυίδ: «πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πού ναι σαν ξωκκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένα ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό πού ντρέπεται μη τον δεί ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο κ οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πώς μ έχουνε ξεχασμένον, κ η χαρά η μυστική, πού την νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον, πού κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και πού κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς Του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον.

 

    Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουν και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάτι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

 

     Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τη φτώχεια και τους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχεια, παρά πώς την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά, πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κ η παρηγοριά, κ εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής. Αληθινά, η φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει, όμως, και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβιά τη δίνει ο Κύριος άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο πού η αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», καί γιατί είπε: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίστηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι αυτόν, παρεχτός του Θεού.

 

    Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μία αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κ είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου»! «Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου.. .. Μα εγώ θα Σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα Σε δοξολογήσω!»…

 

ΠΗΓΗ:  (Μικρό απόσπασμα από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου 

«Ευλογημένο Καταφύγιο», εκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ»)

 

 


 

χος β’.

Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικουμένων προστάτις, και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη και αντίληψις, και ορφανών βοηθός, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, συ υπάρχεις, Άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμεν, ρύσασθαι τους δούλους σου.

 




 

κ τς ερς Μονς