ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ κ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Γιά τήν Κυριακή 8 Ὀκτωβρίου 2023
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
«Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον».
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὰ ἰδιόμελα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας, ἐκφράζει τὸ δέος του ἐνώπιον τοῦ μεγαλύτερου ἐχθροῦ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ θάνατος εἶναι ὄντως φοβερός, σήμερα ὅμως, ἀκούγοντας τὴν ἐξιστόρηση τῆς ἀνάστασης τοῦ νέου στὴν πόλη τῆς Ναΐν, βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἔσχατου παραλογισμοῦ τοῦ θανάτου. Μία μάνα, ἀφοῦ πρῶτα στερήθηκε τὸν σύζυγο καὶ προστάτη της, ἔρχεται νὰ κηδέψει τὸ σπλάχνο της καὶ τὸ μοναδικό της στήριγμα. Μὲ αὐτὸν τὸν παράλογο θάνατο ἔρχεται σήμερα ἀντιμέτωπος ὁ Κύριος. Ἡ σημερινὴ περικοπή εἶναι τόσο ζωντανή, ὥστε ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται πὼς μεταφέρεται πίσω στὸν χρόνο καὶ πὼς συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων ἑνὸς ἀπὸ τὰ συγκλονιστικότερα γεγονότα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἤδη ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς σημερινῆς ἐξιστόρησης βρισκόμαστε ἐνώπιον μίας ἀντιφατικῆς εἰκόνας. Σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν πύλη τῆς πόλης, δυὸ πλήθη συναντῶνται. Τὸ ἕνα ἔχει ἐπικεφαλῆς τὸν Διδάσκαλο Ἰησοῦ καὶ ἀπὸ πίσω του ἀκολουθεῖ πλῆθος μὲ ἀλαλαγμοὺς χαρᾶς καὶ θριάμβου, ἐν μέσῳ μιᾶς ἀτμόσφαιρας πού μας θυμίζει τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ξαφνικὰ ὅμως τὸ πλῆθος βουβαίνεται, διότι ἀπὸ τὴν πόλη μόλις ἔχει ἐξέλθει ἕνα ἄλλο πλῆθος μὲ κραυγὲς θρήνου, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς μία χαροκαμένη μάνα. Ἡ στιγμὴ θὰ πρέπει νὰ ὑπῆρξε συγκλονιστική. Ὁ Δημιουργὸς βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἕνα ἀνοικτὸ φέρετρο. Ἡ ζωὴ βρίσκεται πρόσωπο μέ πρόσωπο μὲ τὸν θάνατο. Ἡ μία πομπὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία. Ἡ ἄλλη πομπὴ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἀπελπισία, ἀνήμπορη νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν κοινὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτὸ εἶναι τὸ σκηνικὸ τὸ ὁποῖο ὁ Κύριός μας ἐπιλέγει, ὥστε νὰ ἀποκαλύψει, ὄχι μόνον τὴ θεϊκή του δύναμη ἀλλὰ καὶ τὴν θεϊκή του εὐσπλαχνία. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, πρὶν περιγράψει τὴν θαυματουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεανθρώπου, μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἐσωτερική του κατάσταση, καθὼς ἀντικρίζει τὴν τραγικὴ μητέρα: «Καὶ εἰδῶν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ».
Ἡ λέξη "ἐσπλαγχνίσθη" ὑποδηλώνει μία ἔντονη κατάσταση συμπόνιας, ἡ ὁποία, εἶναι βέβαιο πὼς διακατεῖχε ὅλους, ὅσοι συνόδευαν τὴ χαροκαμένη μητέρα καὶ ἔβλεπαν τὸν σπαραγμό της. Ὅπως ὅμως ἀναφέρει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, ἕνας λόγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 11ο αἰῶνα, ἂν ἁπλοὶ ἄνθρωποι σπλαχνίζονταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὴν μητέρα, πόσο περισσότερο θὰ τὴν σπλαχνιζόταν ἡ ἴδια ἡ πηγὴ τῆς εὐσπλαχνίας.
Ναί, ἀδελφοί μου. Σήμερα, μέσῳ τοῦ θαύματος, ἀποκαλύπτεται ἐνώπιόν μας ὁ σπλαχνικὸς Θεός. Ὁ Θεός, ὁ Ὅποιος δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ θάνατος, ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὸν ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τὸν ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὴν ἀθανασία, γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε. Ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ πάντα ἦταν καὶ θὰ παραμείνει μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, νὰ ξαναδεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους στὴν ἀγκαλιά Του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔστειλε τοὺς Προφῆτες, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παρέδωσε στὸν Μωυσῆ τὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔστειλε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του, ὥστε, ὅποιος πιστέψει σ΄ Αὐτὸν νὰ μὴν γνωρίσει θάνατο, ἀλλὰ νὰ ἔχει «ζωὴν αἰώνιον», ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ προσκλητήριο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς, μένει συχνὰ χωρὶς ἀνταπόκριση, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει στρέψει ὅλες τὶς ἐλπίδες της στὴ δύναμη τῆς λογικῆς καὶ στὴν ἰσχὺ τῶν μηχανῶν. Γιὰ τὸν ἀποκομμένο ὅμως ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπο, φτάνει πάντοτε ἡ ὥρα τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνεται πὼς ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ ἐπιτυχημένη διαδρομή, ἡ γεμάτη πλούτη καὶ θριάμβους, ἡ γεμάτη ἐξουσία καὶ ἀναγνωρισιμότητα, καταλήγει στὸ ἀναπόδραστο τέλος. Σήμερα, στὸ φέρετρο τῆς ἐπικήδειας πομπῆς τῆς Ναΐν εἶναι σάν νὰ κείτεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα καὶ πίσω της νὰ ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, βουρκωμένοι καὶ ἐξαντλημένοι, ἀνίσχυροι καὶ παραδομένοι στὴν παντοδυναμία τοῦ θανάτου.
Καὶ ξαφνικά, ἐν μέσῳ τῶν πανανθρώπινων θρήνων καὶ ὀδυρμῶν, μιὰ φωνή, ἡ ἴδια φωνὴ μὲ ἐκείνην τῆς ἡμέρας τοῦ θαύματος: «Μὴ κλαῖε!»
Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Ζωοδότη Κυρίου, ὁ Ὁποῖος, ἤδη ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, προαναγγέλλει τὴν Ἀνάστασή Του. Εἶναι ἡ φωνὴ Ἐκείνου ποὺ μὲ ἕνα νεῦμα σταματᾷ τὴ νεκρικὴ πομπὴ καί, ὡς ἀνάχωμα ζωῆς, ἐκτρέπει τὴν μοίρα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ φαινόταν νὰ κυλᾷ μοιραία πρὸς τὴν ἐκβολὴ τοῦ θανάτου καὶ τὴν ὁδηγεῖ πρὸς τὴν κοίτη τῆς ἀθανασίας. Ἡ φωνὴ Του, πλέον, δὲν ἔχει τὴν τρυφερότητα τῆς εὐσπλαχνίας ἀλλὰ τὴν ἰσχύ, τὴν ἔνταση καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση τῆς δυνάμεως. Οἱ καταβεβλημένοι συνοδοιπόροι τῆς τραγικῆς μητέρας σταματοῦν καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς ζωῆς ἐπισκιάζει τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν συντριβή τους: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι!»
Μὲ σάλπιγγα θριάμβου μοιάζει ἡ φωνὴ αὐτή. Ἑνὸς θριάμβου, ὁ ὁποῖος σπάει τὰ ὅρια τοῦ χρόνου, τοῦ χώρου καὶ πλημμυρίζει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο ὁ νεανίας ποὺ ἐπιστρέφει στὴ ζωή. Εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη, ποὺ διαπιστώνει ἀποδεδειγμένα πὼς ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἀνίκητος καὶ πὼς ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲ χωράει σὲ ἕναν τάφο.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θέλησε νὰ διασώσει μία λεπτομέρεια, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται σημαντικὴ καὶ ἀποκαλυπτική. Ἀναφέρει πὼς ὁ Κύριος πλησίασε καὶ «ἥψατο», δηλαδή, ἀκούμπησε τὴ σωρό. Ἰδιαίτερα ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τὴν ἐνέργεια, προκειμένου νὰ διαπιστώσουμε δυὸ πράγματα: Πρῶτον, πὼς εἶναι τόση ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὥστε ἀγγίζει αὐτό, τὸ ὁποῖο ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπεχθάνονται ὡς ἀκάθαρτο, δηλαδὴ τὸ νεκρὸ σῶμα. Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι πὼς μὲ τὴν κίνηση αὐτή, ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ σὲ μία ὁλοκληρωτικὴ σχέση, στὴν ὁποία θὰ συμμετέχει καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ὁ Χριστός μας «δὲν ἀρκέστηκε μόνο νὰ προστάξει, παρόλο ποὺ συνήθιζε μὲ λόγο νὰ κατορθώνει ὅσα ἤθελε, ἀλλὰ ἅπλωσε στὴ σορὸ καὶ τὰ χέρια, δείχνοντας ὅτι καὶ τὸ σῶμα του ἔχει τὴν ἐνέργεια ποὺ δίνει ζωή».
Ἀντιλαμβάνεστε λοιπὸν τὴν ζωογόνο δύναμη τῆς Θείας Κοινωνίας, καθὼς κοινωνοῦμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Ἀντιλαμβάνεστε ὅμως καὶ τὸν ἀναγεννητικὸ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς σώματος Χριστοῦ ἐπεκτεινόμενο εἰς τοὺς αἰῶνες. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεανθρώπινος ἐκεῖνος ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ βρίσκεται καὶ ἐνεργεῖ μέσα στὸν κόσμο, ἀρνεῖται νὰ ἀποδεχτεῖ τὴ δύναμη τοῦ θανάτου. Ἡ πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν κόσμο εἶναι συγχρόνως παρηγορητικὴ καὶ ἀναστάσιμη. Ὅπως Ἐκεῖνος ἀπευθύνθηκε στὴ μητέρα, ἔτσι καὶ αὐτή, ἀπευθύνεται μὲ εὐσπλαχνία στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ μεταφέρει τὴν λυτρωτικὴ προτροπή: «Μὴ κλαῖε».
Τί πιὸ ἐλπιδοφόρο ζητᾷ νὰ ἀκούσει ἡ σημερινὴ ἀνθρωπότητα, ἡ καταματωμένη καὶ πολυβασανισμένη ἀπὸ τὰ δικά της λάθη; Ἀλλὰ καὶ τί περισσότερο χαρμόσυνο μπορεῖ νὰ περιμένει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ ἐκείνη τὴν προσταγή, τὴν ὁποία διαχρονικὰ ἀπευθύνει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀπηύθυνε καὶ ὁ Κύριος της ζωῆς στὸν νεανία τῆς Ναΐν: «Ἐγέρθητι»!
Αὐτὴ εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας: Νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ ζωογονεῖ. Νὰ ἀρνεῖται τὴ φθορὰ καὶ νὰ διακηρύσσει τὴ νίκη τῆς ζωῆς. Νὰ σχετίζεται καὶ νὰ διαλέγεται μὲ τὸ ἑκάστοτε παρὸν καὶ συγχρόνως νὰ ὁραματίζεται τὴν αἰωνιότητα. Κάθε της δραστηριότητα ἀποτελεῖ πανηγυρικὴ ἀνακήρυξη τῆς νίκης τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Κατὰ συνέπεια, ὁ καθένας ἀπό μας, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, συναντᾷ τὸν κόσμο ὡς σπλαχνικὸς ἀδελφός, ἀλλὰ καὶ ὡς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως.
Ἄς ἀποτελέσουμε ἀγγελιοφόρους τῆς μοναδικῆς ἐλπίδας τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος καὶ ἡ πράξη μας ἂς ἐπιβεβαιώνουν καθημερινὰ τὴν πραγματικότητα τῆς Ἀναστάσεως. Ἰδιαίτερα ὅμως ἡ ἀγάπη μεταξύ μας ἂς ἐξουδετερώνει τὰ βέλη τοῦ θανάτου στὴν καθημερινότητα. Διότι «θάνατος» σημαίνει χωρισμὸς καὶ ρήξη δεσμῶν μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Κάθε φορὰ ποὺ χτυπᾶμε τὴν ἀγάπη, κάθε φορὰ ποὺ ἐπιτρέπουμε νὰ διεισδύσει ἀνάμεσά μας τὸ μῖσος, ἡ φιλαυτία καὶ ἡ διχόνοια, ἐπιτρέπουμε στὸν θάνατο νὰ μᾶς δηλητηριάσει καὶ ἀρνούμαστε, στὴν πράξη, τὴν θεία δωρεὰ τῆς ζωῆς. Ἂν ὁ δρόμος τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ρήξη μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, ὁ δρόμος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀγάπη. Στὸν δρόμο αὐτό, ἄς γίνουμε ἐμεῖς οἱ πρωτοπόροι.
Μὲ ὅλη μου τὴν πατρικὴ ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ