Εγκώμιο στον Ευαγγελιστή Ιωάννη – του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη

 

 

α’. «Όταν ο λόγος έχει ως θέμα το εγκώμιο ενός εκλεκτού, που βρίσκεται στον ουρανό στο Θεό, ποια λόγια μπορεί να βρεθούν για να τον επαινέσουν επάξια και ανάλογα με το ύψος του; Και ποια σκέψη θα μπορέσει να πλησιάσει το μέγεθος του επαίνου, ο οποίος είναι πάνω από τα συνηθισμένα μέτρα; Υπάρχει κίνδυνος να μη ξεπεράσουμε ακόμη και την αρχή, επειδή επιχειρούμε τα ακατόρθωτα και δοκιμάζουμε ένα πήδημα σε αμέτρητο ύψος.

 

Φυσικά δεν μιλώ γι’ αυτό τον ουρανό, τον οποίο διακοσμούν με απαράμιλλη ομορφιά τα πλήθη των αστερισμών, ούτε για κείνον που ο αρματηλάτης ήλιος διατρέχει, διαγράφοντας την εφήμερη τροχιά του, ούτε για την τροχιά του φεγγαριού, που τρέχοντας στον ουρανό κάνει τη νύχτα μέρα. Δεν μιλώ για το θαύμα των ουράνιων σωμάτων, που μόνο και που τα βλέπουμε διδασκόμαστε, στοχαζόμενοι για την ομορφιά της κτίσεως, και οδηγούμαστε σ’ Αυτόν που είναι ο αίτιος της δημιουργίας.

 

Ο λόγος μου αναφέρεται σ’ εκείνο τον ουρανό, του οποίου τα άστρα λάμπουν παντοτεινά, δηλαδή στους αγίους, επειδή εξαιτίας των αμέτρητων αρετών τους, αστράφτουν στο ουράνιο πνευματικό στερέωμα, και του οποίου ήλιος είναι το ευαγγελικό κήρυγμα, το οποίο διατρέχει τα πέρατα του κόσμου και καταυγάζει τον ορατό και αόρατο κόσμο. Και αυτό συμβαίνει, επειδή δέχεται το φως της σελήνης, αφού σ’ αυτόν τον ουρανό δεν υπάρχει νύχτα και το φως του καταυγάζει τον κόσμο χωρίς να δύει ποτέ.

 

β΄. Και ποιός είναι αυτός που τόσο πολύ τον επαινώ, και για τον οποίο θέλετε να μάθετε;

 

Ο Ιωάννης, αγαπητοί μου, ο κατ’ έξοχήν Απόστολος, ο εξοχότερος από τους Ευαγγελιστές, ο μέγας αετός του Θεού με τα χρυσά φτερά, ο άφθαστος ερευνητής του ουράνιου βυθού, ο άνθρωπος που με τη σκέψη του ξεπέρασε τα Χερουβίμ, αυτός που ανήκει στη χορεία της χωρίς αρχή υπάρξεως του Λόγου, ο άγγελος ανάμεσα στους αγγέλους.

 

Αυτός που είναι ο μεγολοφωνότατος κήρυκας της αληθείας, ο υψιπετής νους, η γλώσσα η πύρινη, το στόμα το θεόφραστο, το άπειρο πέλαγος της σοφίας, ο άφθαστος διερευνητής των δογμάτων, το μέγιστο δοχείο της γνώσεως, η αστραπή του Πνεύματος που φάνηκε στον κόσμο, η παγκόσμια βροντή της χάριτος, ο προεξάρχων στύλος των Εκκλησιών, ο ασάλευτος θεμέλιος του Θεού, η σαγήνη που ψαρεύει την ανθρώπινη φύση, το καλάμι που το ύψος του φτάνει ως τον ουρανό και ψαρεύει τις ψυχές των ανθρώπων, το αεικίνητο πριόνι που πριονίζει τις αιρέσεις, το κοφτερό μαχαίρι που κόβει τα ζιζάνια της ασεβείας, το ουράνιο κλειδί που κλειδώνει έξω από τα τείχη της Εκκλησίας τα στρατεύματα της αθεΐας, το δυνατό θεϊκό μυαλό, που με τη σφενδόνη του Πνεύματος χτυπάει τα νοητά θηρία, το ποτάμι του Θεού που παίρνει τα νερά της σοφίας και τα εκβάλλει στο πέλαγος της θείας Σοφίας, ο πεντακάθαρος ναός της παρθενίας, ο περιπόθητος και επιστήθιος φίλος του αξιαγάπητου Χριστού, ο μέγας ήλιος που δείχνει τις περιοχές του Ευαγγελίου, η γλυκειά λύρα και σάλπιγγα του Πνεύματος.

 

Και τι πρέπει ακόμη να πω; Ούτε το ένα μυριοστό από την άβυσσο των εγκωμίων δε θα μπορούσα να βρω για να εκφραστώ. Έλα, λοιπόν, μια και δεν μπορώ να τα πω όλα όσα του ταιριάζουν, γιατί η γλώσσα μου είναι αδύναμη στο να περιγράψει το θαύμα, αφού αυτό ξεπερνάει το ύψος του ουρανού, ας πω όσα μπορώ. Γιατί, και αν έπρεπε να μικρύνουμε τον έπαινο, και μόνο λίγα άνθη από τον ευαγγελικό λειμώνα να συγκεντρώσουμε σε μια ανθοδέσμη και να τα παρουσιάσουμε σαν μια αναμμένη λαμπάδα σε αποστολικό πανηγύρι, σαν να τα προσφέρουμε σε βασιλικό πανηγύρι, λαμβάνοντας βοηθό το λόγο για τον εγκωμιαζόμενο, θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να τα προσφέρουμε με ευxαρίστησn…»

 

ΠΗΓΗ: vatopaidi.wordpress.com (Μετάφραση: Πρωτοπρ. Κ.Μ.Φούσκα).

 


 

  

πολυτκιον. Δόξα… Ήχος β‘

Θεολόγε Παρθένε, Μαθητά γαπημένε το Σωτρος, τας κεσίαις σου μς περίσωζε δεόμεθα, πό βλάβης παντοίας, τι σο σμεν ποίμνιον.

 

 

κ τς ερς Μονς