Το ταπεινό φρόνημα του αγίου Παϊσίου - Ιερομόναχος Ισαάκ

 

 Από κάποιες εξωτερικές εκδηλώσεις του Γέροντα Παϊσίου προδιδόταν το ταπεινό του φρόνημα. Στις αγρυπνίες προτιμούσε τα τελευταία στασίδια. Απέφευγε να λέει τα «Γεροντικά» (όσα ανήκουν στον Γέροντα), παρ’ όλο που οι άλλοι πατέρες ήταν μαθητές του και στην ηλικία παιδιά και εγγόνια του. Συνήθως στην θεία Μετάληψη κοινωνούσε δεύτερος. Έβαζε το νεώτερο, ή αν ήταν κάποιο παιδάκι, πρώτο και ύστερα κοινωνούσε. Αισθανόταν τελευταίος μετά τον τελευταίο.

 

Για να μην ξεχνά ποιος είναι, έγραψε με μολύβι στον τοίχο του κελλιού του, στον «Τίμιο Σταυρό»: «Κύριος γείρει πό γς πτωχόν κα πό κοπρίας νυψο πένητα» (Ψαλ. 112:7).

 

Επισκέφθηκε κάποτε ένα γυναικείο Μοναστήρι. Η Ηγουμένη χαρούμενη σύναξε όλη την αδελφότητα και χτύπησαν καμπάνες για να του κάνουν τιμητική υποδοχή. Αλλά ο Γέροντας αισθάνθηκε δυσφορία και είπε κάπως έντονα στην Ηγουμένη: «Τι είναι αυτά τα πράγματα, Γερόντισσα; Τενεκέδες πρέπει να μου χτυπήσετε και όχι καμπάνες». (Τενεκέδες χτυπούσαν παλαιά, όταν ήθελαν να διαπομπεύσουν κάποιον).

 

Γινόταν αυστηρός και μάλωνε εκείνους που ήθελαν να τον φωτογραφήσουν, να τον ηχογραφήσουν ή μιλούσαν γι’ αυτόν. Όταν του έδειχναν φωτογραφίες του, ζητούσε δήθεν να τις δη και τις έσχιζε. Τις κασέτες που τον έγραφαν κρυφά, τις έπαιρνε και τις έκαιγε στην σόμπα. Απάντησε σε κάποιον που ζήτησε ευλογία να γράψει άρθρο γι’ αυτόν: «Τι γελοία πράγματα είναι αυτά; Μόνον με μένα να μην ασχολείσαι, ούτε και να γράψεις τίποτα, εάν θέλεις να έχουμε την καλημέρα». Κάποιον μοναχό που τον δεχόταν συχνά και τον βοηθούσε, όταν έμαθε ότι μιλούσε για το πρόσωπό του, του έβαλε κανόνα τρία χρόνια να μην τον επισκεφθεί. Στην Σουρωτή κάποιος τον απεκάλεσε άγιο και ο Γέροντας άρχισε να κλαίει. Τι να έκανε; Όσο και αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να ζει πλέον στην αφάνεια. Ο Θεός ήθελε να τον δοξάσει και σ’ αυτή την ζωή. Είναι νόμος πνευματικός. Όσο ο άνθρωπος κυνηγά την σκιά του (την δόξα), τόσο εκείνη φεύγει, και όσο την αποφεύγει, εκείνη τον ακολουθεί. Αυτό συνέβαινε και με τον Γέροντα.

 

Όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος ο πατριάρχης Δημήτριος, πήγε και ο Γέροντας να πάρει την ευχή του. Κάποιος είπε: «Παναγιώτατε, ο π. Παΐσιος». Σηκώθηκε ο ταπεινός Πατριάρχης από τον θρόνο του για να τον χαιρετήσει. Ο Γέροντας έβαλε εδαφιαία μετάνοια και παρέμεινε γονατιστός με το κεφάλι κολλημένο στο έδαφος μέχρι που κάποιος Επίσκοπος τον ανήγειρε.

 

Στο Πρωτάτο τότε παρευρίσκετο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο αστυνομικός διοικητής της φρουράς του Προέδρου κ. Κωνσταντίνος Παπουτσής μαρτυρεί: «Είχα ακούσει για τον γέροντα Παΐσιο. Τον φανταζόμουν ψηλό, μεγαλοπρεπή και περίμενα να βρίσκεται σε εξέχουσα θέση. Μου τον έδειξαν. Στεκόταν πίσω σε μια γωνιά κρυμμένος και σκυφτός. Ήταν ένα γεροντάκι γηρασμένο, μικρόσωμο, αλλά είχε πάνω του κάτι θεϊκό που σε τραβούσε.

 

          Κάποιος χωροφύλακας τον αναγνώρισε και είπε στους άλλους: «Ο π. Παΐσιος». Με μιας όλοι οι άνδρες της φρουράς έτρεξαν στον Γέροντα. Έμεινα μόνος με τον Πρόεδρο. Τάχασα. Έκανα να τους φωνάξω να γυρίσουν πίσω, αλλά μάταια. Ύστερα ακολουθώντας την επιταγή της καρδιάς και όχι την λογική, χωρίς να το σκεφθώ, έτρεξα και εγώ στον Γέροντα. Ο Θεός φύλαξε και δεν έγινε τίποτε.

 

           Ο Γέροντας μη μπορώντας να αποφύγει την «επίθεση» της αστυνομικής δυνάμεως, μας χτυπούσε απαλά στο κεφάλι, λέγοντας: «Άντε πίσω στην δουλειά σας». Μέσα μας είχε γίνει μία αλλοίωση. Μία πρωτόγνωρη χαρά μας πλημμύριζε».

 

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ Εκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 408.

 


 

κ τς ερς Μονς