Ο ταπεινός λόγος του Οσίου Σισώη - Από το Γεροντικό

 

Ο Όσιος Σισώης (μέγας ασκητής του 4ου αιώνα) έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό. Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκρατείας, αλλά και ψυχή πού προσευχόταν για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο. Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη Θεία Κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σε όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.

 


 

Αποφθέγματα

Ο δρόμος που οδηγεί στην αληθινή ταπείνωση, έλεγε ο όσιος Σισώης, είναι η εγκράτεια, η προσευχή και η αυταπάρνηση. Άλλοτε πάλι έλεγε: Η Αγία Γραφή μας λέγει για τα είδωλα πως «στόμα χουσι κα ο λαλήσουσιν, φθαλμούς χουσι κα ο βλέπουσιν, τα χουσι κα οκ κούουσιν». , να μπορούσε να γίνει έτσι και ο Μοναχός! Και εκτός τούτων τα είδωλα εθεωρούντο βδέλυγμα. Ας νοιώθει κι ο Μοναχός βδέλυγμα τον εαυτό του, για να βρει σωτηρία.

 

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Γιατί δεν φεύγουν τα πάθη από εμένα;» Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Τα σκεύη τους είναι μέσα σου· δώσε τους πίσω την προκαταβολή τους και θα φύγουν».

 

Πήγε κάποιος αδελφός στον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου. Εκεί που συνομιλούσαν ρώτησε τον αββά Σισώη: «Δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα του αββά Αντωνίου, πάτερ;»

Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Αν είχα έναν από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν τη φωτιά· ωστόσο, γνωρίζω άνθρωπο που με κόπο μπορεί να βαστάξει τον λογισμό του».

 

 

Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Άραγε έτσι κυνηγούσε ο Σατανάς τους παλιούς;» Ο γέροντας του απάντησε: «Τώρα πιο πολύ, γιατί έφτασε ο καιρός του και ταράζεται».

 

 

Ο αββάς Αδέλφιος, ο Επίσκοπος Νειλουπόλεως, πήγε κάποτε στον αββά Σισώη, στο όρος του αββά Αντωνίου. Όταν ήταν να αναχωρήσουν, πριν να ξεκινήσουν, τους έβαλε να φάνε, ενώ ήταν ακόμη πρωί, και μάλιστα μέρα νηστείας.

Μόλις κάθισαν στο τραπέζι, κάποιοι αδελφοί χτύπησαν την πόρτα, και ο γέροντας είπε στον μαθητή του: «Δώσε τους λίγο φαγητό, γιατί είναι κουρασμένοι». Ο αββάς Αδέλφιος του είπε τότε: «Άφησέ το για την ώρα, για να μην πουν ότι ο αββάς Σισώης τρώει από το πρωί». Τον κοίταξε ο γέροντας και είπε στον αδελφό: «Πήγαινε να τους δώσεις».

Οι επισκέπτες, μόλις είδαν το φαγητό, ρώτησαν: «Μήπως έχετε φιλοξενούμενους; Μήπως τρώει και ο γέροντας μαζί σας;» «Ναι», τους είπε ο αδελφός. Αυτοί λοιπόν άρχισαν να στενοχωρούνται και να λένε: «Ο Θεός να σας συγχωρήσει, που αφήσατε τον γέροντα να φάει τέτοια ώρα. Δεν το ξέρετε ότι εξαιτίας αυτού θα υποβάλει τον εαυτό του σε ασκητικούς κόπους για πολλές μέρες;»

Τα άκουσε αυτά ο Επίσκοπος και έβαλε μετάνοια στον γέροντα λέγοντας: «Συγχώρησέ με, αββά, γιατί εγώ σκέφτηκα ανθρώπινα, ενώ εσύ έκανες το θέλημα του Θεού». Και ο αββάς Σισώης του αποκρίθηκε: «Αν δεν δοξάσει ο Θεός τον άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε».

 

ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 310 (Αββάς Σισώης 6, 9, 11, 15, 16).

 


 

κ τς ερς Μονς