Οἱ Ἅγιοι Δώδεκα Ἀπόστολοι εἶναι:
ὁ Ἀπόστολος Πέτρος († 29 Ἰουνίου),
ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας († 30 Νοεμβρίου),
ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου († 30 Ἀπριλίου),
ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου († 9 Ὀκτωβρίου),
ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης († 24 Σεπτεμβρίου),
ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος († 14 Νοεμβρίου),
ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος († 11 Ἰουνίου),
ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς († 6 Ὀκτωβρίου),
ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος († 16 Νοεμβρίου),
ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας († 19 Ἰουνίου),
ὁ Ἀπόστολος Ματθίας († 9 Αὐγούστου),
ὁ Ἀπόστολος Σίμων ὁ Ζηλωτής († 10 Μαΐου).
Ἡ Ἐκκλησία, ἐφόσον εἶναι σῶμα Χριστοῦ, ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δὲν κινδυνεύει νὰ ἀφανιστεῖ, νὰ καταποντιστεῖ (PG 52,429), νὰ χαθεῖ. Ἄρχοντες θρησκευτικοί, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἄλλοτε καὶ τώρα, φορεῖς τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες «ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν», ἡ ὁποία ὄχι μόνο δὲν νικήθηκε ἀλλ’ «ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε» (PG 52, 397-8).
Παρὰ ταῦτα κινδυνεύει συνεχῶς ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ γεγονὸς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, σημαίνει καὶ ἀποτελεῖ ἑνότητα πραγματική, «… Ἐκκλησίαν δὲ Θεοῦ καλεῖ (= ὁ Παῦλος), δεικνὺς ὅτι ἡνῶσθαι αὐτὴν χρῆ. Εἰ γὰρ Θεοῦ ἐστιν, ἥνωται καὶ μία ἐστιν, οὐκ ἐν Κορίνθῳ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένη. Τὸ γὰρ τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεώς ἐστι, καὶ συμφωνίας ὄνομα…Εἰ δὲ ὁ τόπος χωρίζει (=τοὺς πιστούς), ἀλλ’ ὁ Κύριος αὐτοὺς συνάπτει κοινὸς ὤν» (Εἰς Α΄ Κορ., Ὁμιλ. Α΄1: PG 61,13), ποὺ συντελεῖται μὲ τὴν συμμετοχὴ τελικὰ ὅλων στὴν ἴδια θεία Εὐχαριστία, στὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι, μετέχοντες στὸν ἴδιο «ἄρτο», «ἑνούμεθα» ὅλοι σ’ ἕνα σῶμα, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ (PG 61,200).
Ἐνῶ πρέπει ὅλα τὰ μέλη τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἀπὸ τὶς Ἰνδίες π.χ. μέχρι τὴν Ρώμη (PG 59, 361-2), νὰ αἰσθάνονται «ἐν σῶμα καὶ πνεῦμα» καὶ ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, συχνὰ ἐμφανίζονται διαιρέσεις καὶ κακοδοξίες, ποὺ διασποῦν τὴν ἀληθινὴ ἑνότητα. Ἡ θεία χάρη ὑπάρχει μόνον ὅταν καὶ ὅπου ὅλοι στηρίζονται στὸ αὐτὸ «θεμέλιο», στὴν αὐτὴ πίστη (PG 61,72), ὅταν «δειχθῶμεν πάντες μίαν πίστιν ἔχοντες» (PG 62,83). Ἡ ἐμπειρία τῶν σχισμάτων καὶ τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Χρυσοστόμου ἦταν τόσο πικρή, ὥστε νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τόσο μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε «μαρτυρίου αἷμα» νὰ ἐξαλείψει (PG 62,85).
Ἡ ὁμολογία πίστεως τοῦ ΙΙέτρου
ὡς θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑνότητας
Μὲ αὐτὲς τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ Χρυσοστόμου κατανοεῖ κανεὶς εὐχερέστερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο κατανοεῖ ὁ ἱερὸς ἄνδρας τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου στὸν ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ αὐθόρμητα ὁμολόγησε καὶ γρήγορα μετανόησε γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Κυρίου: «…σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρα οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, …δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας…» (Ματθ. 16,18) καὶ «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾶς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ. ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει (=ὁ Κύριος) αὐτῷ (=τῷ Πέτρω). βόσκε τὰ ἀρνία μου…» (Ἰωάν. 21,15 καὶ 16-17).
Ὁ Κύριος εἶπε, στὸν Πέτρο ἀπευθυνόμενος, ὅτι θὰ οἰκοδομήσει τὴν Ἐκκλησία «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρα.» ὅταν ὁ Πέτρος ὁμολόγησε, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16,16). Ὁ Χρυσόστομος ἐπιμένει κι ἐπαναλαμβάνει συχνὰ ὅτι ἡ οἰκοδόμηση-θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται στὴν ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως, «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρα» ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα καὶ στὴν περίπτωση ἐδῶ ἐκφράζεται ἀπὸ τὸν Πέτρο…
Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι ὅλοι «ὁμότιμοι» καὶ ἰσότιμοι» μεταξύ τους
Ἡ δηλωμένη ὑπεροχικότητα τοῦ Πέτρου ἀποκτᾶ στὸν Χρυσόστομο ἄλλες διαστάσεις μὲ τὶς πολὺ σαφεῖς παρατηρήσεις τοῦ περὶ ἰσότητας καὶ ὁμοτιμίας μεταξὺ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων καὶ τοῦ Παύλου. Ἐξειδικεύει, μάλιστα, τὸν λόγο του, γιὰ νὰ μὴν παρερμηνευτεῖ, ὅτι ὁ Παῦλος ὑπῆρξε «ὁμότιμος» ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἄλλους δύο «προκρίτους», τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν «κορυφαῖο» Πέτρο. Ἀκόμα σημαντικότερο εἶναι ὅτι διακρίνει μεταξὺ ὁμοτιμίας (ἰσότητας) καὶ «ἀξίας». Ἡ ἀξία τοῦ κάθε ἀποστόλου εἶναι προφανῶς ἀνάλογη μὲ τὴν πνευματική του ἑτοιμότητα, ἐνῶ ἡ τιμὴ εἶναι μία, κοινή. Ἄρα τὴν ὑπεροχικότητα τοῦ Πέτρου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος δὲν τὴν συνδέει μὲ θεολογικὸ βάθος, ἀλλὰ μὲ τὸν αὐθορμητισμὸ τοῦ χαρακτήρα τοῦ Πέτρου καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἀποκαταστήσει ὁ Κύριος στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. «…δείκνυσι (= ὁ Παῦλος) αὐτοῖς ὁμότιμον ὄντα, λοιπόν, καὶ οὐ τοῖς ἄλλοις (Ἰωάννη καὶ Ἰακώβω) ἑαυτόν, ἀλλὰ τῷ κορυφαίω συγκρίνει, δεικνὺς ὅτι τῆς αὐτῆς ἕκαστος ἀπέλαυεν ἀξίας» (Εἰς Γαλ. Β’ 3: PG 61,638). Ἡ ἰσότητα μεταξὺ τῶν Ἀποστόλων δὲν ἀφορᾶ τὴν κατάστασή τους στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖ ἕκαστος θὰ ἔχει τὴν «ἀξία» του. Ἀφορᾶ τὸν καιρὸ τῆς δράσεώς τους στὴν γῆ…
ΠΗΓΗ: Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ.2, ἒκδ Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1999 (αποσπάσματα).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοῶντας· χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς