Εικονογραφία του Αγίου Χριστοφόρου

Ο Άγιος Χριστοφόρος ο Μεγαλομάρτυς καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αποδοκιμασμένος, κολασμένος. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.), όταν στην Αντιόχεια Επίσκοπος ήταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας. Επειδή έγινε χριστιανός υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και υπέστη τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο το 251 μ.Χ.

 

 


 

Ο Άγιος  στις παραστάσεις  που σώζονται, απεικονίζεται ως νέος σε προτομή κρατώντας σταυρό κατά τον τύπο των μαρτύρων κατά την εποχή των Παλαιολόγων και τότε εμφανίζεται και ο τύπος με τον άγιο νέο, να φέρει στους ώμους το Βρέφος Ιησού. Επειδή κατά την παράδοση καταγόταν από το έθνος των Κυνοκεφάλων ως προς την εξωτερική εμφάνιση ήταν τόσο πολύ άσχημος, γι’ αυτό και αποκαλούνταν «κυνοπρόσωπος». Σε ορισμένες εικόνες παριστάνεται ως κυνοκέφαλος. Ο τύπος του Αγίου με κεφάλι σκύλου προήλθε από Ασιατικές παραδόσεις περί ενός μυθικού γένους κυνοκεφάλων.

 

Ο εικονογράφος χρησιμοποιώντας αυτό το στοιχείο, θέλει να δείξει με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο πως όλοι έχουν το δικαίωμα της μετοχής στην αληθινή πίστη του Τριαδικού Θεού και όλοι, διά του βαπτίσματος και της συμμετοχής στα ιερά μυστήρια, γίνονται μέτοχοι στην άκτιστη θεία Βασιλεία, ανεξάρτητα από την μορφή τους. Και αυτό διότι πάντες είναι εικόνα και ομοίωση του Θεού. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, η αλληγορία και ο συμβολισμός πρέπει να απομακρυνθούν από την τέχνη. Έτσι η μορφή του κυνοκέφαλου τίθεται σε αχρησία.

 

Ένα κείμενο του 11ου αι. της Ακαδημίας της Λυών αναφέρει μεν την καταγωγή του Χριστοφόρου «εκ του γένους των κυνοκεφάλων», χωρίς όμως να τον χαρακτηρίζει ως κυνοκέφαλο, αλλά μόνο ότι ήταν δύσμορφος και άγριος στην όψη. Ο Νικόδημος ο αγιορείτης στον Συναξαριστή του το 1805 έγραφε στην υποσημείωση 2 της 9ης Μαΐου τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Κυνοπρόσωπος, δ πρέπει νά νοηθ, τι γιος ταν κα σχημος κα μορφος ες τό πρόσωπον, χι δ κα πώς εχε σκύλου μορφήν ες τελειότητα, καθώς ο καλς στοροσιν ατόν μερικοί μαθες ζωγράφοι. νθρώπινον γάρ πρόσωπον εχε, καθώς κα ο λοιποί νθρωποι, σχημον μως κα φοβερόν κα γριωμένον». Ο Νικόδημος τα έγραφε αυτά το 1805, οπότε υπήρχαν στο Άγιο Όρος εικόνες του Χριστοφόρου κυνοκεφάλου.

 

Αλλά με ανθρώπινη μορφή τον περιγράφει τον 18ο αιώνα και ο Διονύσιος από Φουρνά, στη γνωστή Ερμηνεία των ζωγράφων. Στο τέλος ο Διονύσιος περιγράφει τον Χριστοφόρο ως «νέον αγένειον» έχοντας υπ’ όψιν του την τοιχογραφία του Πρωτάτου, από τον Πανσέληνο που ήταν γι' αυτόν η μόνη πολύτιμη πηγή.

 

Τον 14ο αιώνα έχουμε την πρώτη σχετική εικονογράφηση του αγίου, μεταφέροντας τον Χριστό, όπως προκύπτει από το φορητό σύνολο που προέρχεται από τέμπλο εκκλησίας, πιθανόν δημιούργημα ζωγράφου της Καστίλης του 14ου αιώνα, το οποίο βρίσκεται στο μουσείο του Prado στη Μαδρίτη.

 

Έκτοτε στην καθιερωμένη αγιογραφία, ο Άγιος Χριστόφορος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Η παράδοση αναφέρει ότι περνούσε τους οδοιπόρους από ένα χείμαρρο, επειδή δεν υπήρχε γέφυρα. Όταν πέρασε και τον Χριστό πήρε το όνομά του Χριστοφόρος (Χριστόν φέρει). Εξ αφορμής ίσως του γεγονότος αυτού θεωρείται προστάτης των οδηγών και στο Μικρόν Ευχολόγιο και συγκεκριμένα στην Ακολουθία «επί ευλογήσει νέου οχήματος» υπάρχει, πρώτο στη σειρά, το απολυτίκιό του.

 

Το στοιχείο αυτό, αν και δεν στηρίζεται σε κάποια αγιολογική βάση, εντούτοις εισήλθε στην εικονογραφία του αγίου σε μία προσπάθεια αντικατάστασης της κυνοκέφαλης μορφής του αγίου, και με την πάροδο των χρόνων εισέρχεται στα αγιολογικά κείμενα και καθίσταται αναπόσπαστο τμήμα της βιογραφίας του αγίου και αποτελεί πλέον παράδοση.

 

Η ορθόδοξη αγιογραφία είναι καθαρά ιδεαλιστική, ενδιαφέρεται για τα πνευματικά. Ο άγιος είναι μέτοχος των δωρεών του Αγίου Πνεύματος και στόχος της αγιογραφίας είναι η αισθητοποίηση της παρουσίας της Χάριτος στις μορφές. Ο πιστός καλείται να μετάσχει των δωρεών του Αγίου.

 

Διά πρεσβειν το γίου Χριστοφόρου,

Κύριε ησο Χριστέ σσον μς.

 


 

 

 

πολυτίκιον. χος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.

Στολας τας ξ αματος, ραϊζόμενος, Κυρί παρίστασαι, τ Βασιλε ορανν, Χριστοφόρε οίδιμε· θεν σν σωμάτων, κα Μαρτύρων χορείαις, δεις τ τρισαγί, κα φρικτ μελωδί, δι τας κεσίαις τας σας, σζε τος δούλους σου.

 


 

κ τς ερς Μονς