Η άλωση της Πόλης

 …Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες

«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις

πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι».

 


 

«Για έντεκα αιώνες η Κωνσταντινούπολη

ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».

Στήβεν Ράνσιμαν

 

 

Για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν γράφει:

 

«Στις 29 Μαΐου 1453 ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μία ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες τη χριστιανοσύνη. Για έντεκα αιώνες η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός.

 

Το ζωηρό πνεύμα, τα ενδιαφέροντα και η αγάπη για την ομορφιά των Ελλήνων, η υπερήφανη ισχύς και η διοικητική ικανότητα των Ρωμαίων, η υπερβατική ορμή των χριστιανών της Ανατολής, που είχαν ενωθεί μαζί σε ένα ρευστό ευπαθές σύνολο, όλα τώρα, με την άλωση αποκοιμήθηκαν. Η Κωνσταντινούπολη με τους Οθωμανούς κατακτητές έγινε η έδρα της θηριωδίας της αμάθειας, της μεγαλόπρεπης ακαλαισθησίας.

 

Μόνον στα ρωσικά παλάτια, που από πάνω τους φτερούγιζε ο δικέφαλος, το έμβλημα του οίκου των Παλαιολόγων, έμειναν για λίγους ακόμα αιώνες μερικά ίχνη βυζαντινά, μόνον εκεί και σε κάτι σκοτεινές αίθουσες κοντά στον Κεράτιο κόλπο, χωμένος ανάμεσα στα σπίτια του Φαναρίου, όπου ο Πατριάρχης διατηρούσε την άσημη αυλή του, έχοντας το ελεύθερο, από την πολιτικότητα του κατακτητή σουλτάνου και χάρη στους μόχθους του Γεωργίου Σχολαρίου, να κυβερνάει τον υπόδουλο χριστιανικό κόσμο και να του χαρίζει μία κάποια σιγουριά… Ο δικέφαλος αετός όμως δεν φτερουγίζει πια στη Ρωσία και το Φανάρι… ».

 


 

 

«Θρηνητικό Συναξάρι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου»

Φώτης Κόντογλου

 

… Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθείτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάϊος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάϊος.

 

Ο πλέον καλός μήνας, ο μοσχοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για εμάς ο πλέον ασβολερός, ξέρακας χειρότερος από τον Δεκέμβρην. Εμαράνθη το άνθος της καρδιάς μας. Έπεσεν ο στέφανος από την κεφαλήν μας. Από τότε, ωσάν να μην εξημέρωσε ποτέ, γιατί οι ημέρες μας είναι ωσάν τες νύκτες. Αηδόνια δεν λαλούν πλέον επάνω εις τα δένδρα μας, αμή μονάχα κόρακες και κουρούνες κράζουν λυπητερά. Μεγάλη εβδομάδα εγίνηκεν όλη η ζωή μας. Το σήμερον κρεμάται επί ξύλου εγίνηκε το τραγούδι μας. Ο Χριστός νεκρός και σταυροχεριασμένος μέσα εις το μνήμα γίνηκε το εικόνισμά μας. Τα τραγούδια μας εγίνηκαν ωσάν μοιρολόγια, το χρυσοκέρινον πρόσωπον της Παναγίας είναι φαρμακωμένον, οι άγιοί μας κοιτάζουν συλλογισμένοι και παραπονεμένοι. Τα χωριά μας είναι ωσάν μοναστήρια, τα σπίτια μας ωσάν ερημοκλήσια, οι μανάδες και οι αδελφάδες μας είναι ωσάν καλογριές μαυροφορεμένες. Οι πατεράδες μας ομοιάζουνε ωσάν ασκητάδες, τα παληκάρια μας είναι καταπικραμένα…

 

ΠΗΓΗ: Από το τεύχος 17 -18 /1953 του περιοδικού «Κιβωτός».

 


 

 

κ τς ερς Μονς