Τὸ Συναξάριο τῆς Πέμπτης τῆς Ε´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν (τῆς ἡμέρας ποὺ ψάλλεται ὁ Μέγας Κανὼν) ἀναφέρεται στὸ θέμα, τὸ περιεχόμενο καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ποιήματος ὡς ἑξῆς: «πᾶσαν γὰρ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἱστορίαν ἐρανισάμενος καὶ ἀθροίσας, τὸ παρὸν ἡρμόσατο μέλος, ἀπὸ Ἀδὰμ δηλαδὴ μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς Χριστοῦ Ἀναλήψεως καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος. Προτρέπεται γοῦν διὰ τούτου πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μὲν ἀγαθὰ τῆς ἱστορίας ζηλοῦν καὶ μιμεῖσθαι πρὸς δύναμιν, ὅσα δὲ τῶν φαύλων ἀποφεύγειν, καὶ ἀεὶ πρὸς Θεὸν ἀνατρέχειν διὰ μετανοίας, διὰ δακρύων καὶ ἐξομολογήσεως, καὶ τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως».
Θέμα δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς τραγικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ θερμὴ παρακίνησή του νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει κοντὰ στὸν ζώντα καὶ ἀληθινὸ Θεό μὲ μετάνοια, δάκρυα, ἐξομολόγηση καὶ κάθε εὐαρέστηση.
Ἡ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος εἶναι πρωτότυπη, ἔντονα δραματικὴ καὶ πλαισιώνεται ἀπὸ τὴ χρήση ἑνὸς πλήθους παραδειγμάτων ἀποβλέπει στὴν παρακίνηση τῆς ψυχῆς νὰ μιμηθεῖ τὶς καλὲς πράξεις τῶν εὐσεβῶν καὶ ν᾿ ἀποφύγει τὶς κακὲς τῶν ἀσεβῶν. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ βιβλικὰ παραδείγματα εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ θ´ ᾠδὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη (Λουκ. 1,46-55). Ὅλος ψάλλεται ἀργῶς καὶ ἐν κατανύξει, ποιοῦντες εἰς κάθε τροπάριον μετανοίας γ´ καὶ λέγοντες· «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος διαβάζεται ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ ψάλλεται καὶ Κανόνας ἀφιερωμένος στὴν Ὁσία μὲ ἀκροστιχίδα· «Σὺ ἡ ὁσία Μαρία βοήθει». Ὁ συσχετισμὸς τοῦ βίου της μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα καὶ ἡ προσθήκη ἀργότερα καὶ ἰδιαίτερου Κανόνα, ποὺ συντάχθηκε κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπίδραση τοῦ πρώτου, ἔγινε προφανῶς διότι ἡ μεγάλη Ὁσία ἀποτελεῖ ἕνα ζωηρὸ ὑπόδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας, τὸ ὁποῖο ἄριστα συνδυάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ Μεγάλου Κανόνος.
Σκοπός τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι νὰ προκαλέσει βαθύτατη συντριβή καὶ συγκλονιστική μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ αἰσθάνεται τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ γεύεται τὴν πικρία της μακριά ἀπό τὸν Θεό τῆς ζωῆς, ποὺ κατανοεῖ τὶς τραγικές διαστάσεις τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία της ἀπό τὸν Θεό, συντρίβεται. Κατανύσσεται. Ἀναστενάζει βαθειά καὶ ξεσπᾶ σὲ θρῆνο γοερό. Ἕνα θρῆνο ὅμως ποὺ σώζει, διότι ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Τὸν δρόμο ποὺ ἐπαναφέρει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη κοντά στὸν Θεό, τὴν πηγή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τό πλήρωμα τῆς ἄρρητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
Ὁ ποιητής ἅγιος Ἀνδρέας τῆς Κρήτης φαίνεται ὅτι βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι ὁ βίος του ἔχει περάσει καὶ ἐγγίζει το τέλος. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ δικαίου Κριτοῦ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάμῃ μία ἀναδρομή, μία ἀνασκόπησι τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσῃ μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας τόν συμπνίγει. Ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν του πράξεων. Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή.
Μέσα ἀπό τὰ πολλά παραδείγματα διαφαίνεται ὁ ἀγώνας τῆς κάθε ψυχῆς νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπό τὶς προκλήσεις τοῦ ματαίου αὐτοῦ κόσμου, ὁπότε βρίσκεται σὲ ἕναν διαρκή ὁρατό καὶ ἀόρατο πόλεμο μὲ τίς σκοτεινές δυνάμεις. Ἀλλά προσκολλώμενος με πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐκφράζει τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀντιπαλέψει μόνος του καί παραδίδεται μέ πνεῦμα μετανοίας ὁμολογῶντας τὸ «ἥμαρτον ἐγώ ὑπέρ πάντας»!
Ὠδὴ α´. Ἦχος πλ. β´. Ὁ Εἱρμός.
Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν· Θεὸς τοῦ Πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται. (=Ἔγινε βοηθὸς καὶ σκεπαστής μου ὁδηγώντας με στὴ σωτηρία ὁ ἀληθινὸς Θεός μου, γι᾿ αὐτὸ θὰ Τὸν δοξάσω. Εἶν᾿ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου, γι᾿ αὐτὸ θὰ Τὸν φυλάξω ψηλὰ στὴν καρδιά μου, μιὰ καὶ μὲ δοξολογίες δοξάζεται).
Δεῦρο, τάλαινα ψυχή, σὺν τῇ σαρκί σου τῷ πάντων Κτίστῃ ἐξομολογοῦ· καὶ ἀπόσχου λοιπὸν τῆς πρὶν ἀλογίας, καὶ προσάγαγε Θεῷ ἐν μετανοίᾳ δάκρυα. (=Ἐμπρός, ταλαίπωρη ψυχή, μὲ τὸ σῶμα σου στὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων ἐξομολογήσου. Καὶ δῶσε πιὰ ὑπόσχεση ἀποχῆς ἀπὸ τ᾿ ἄλογα πάθη ποὺ ἐνεργοῦσες. Καὶ δεῖξε μετάνοια προσφέροντας στὸν Θεὸ δάκρυα!)
ᾨδὴ δ´. Ἀνάνηψον ὦ ψυχή μου· τὰς πράξεις σου, ἃς εἰργάσω, ἀναλογίζου καὶ ταύτας ἐπ᾿ ὄψεσι προσάγαγε καὶ σταγόνας στάλαξον δακρύων σου· εἰπὲ παρρησίᾳ τὰς πράξεις, τὰς ἐνθυμήσεις Χριστῷ καὶ δικαιώθητι. (=Ψυχή μου, ἔλα στὰ λογικά σου! Στοχάσου τὶς πράξεις ποὺ ᾿κανες. Εἰκόνισέ τες στὰ μάτια σου μπροστὰ καὶ χύσε δάκρυα γι᾿ αὐτές. Φανέρωσε στὸν Χριστὸ χωρὶς νὰ ντρέπεσαι τὶς πράξεις καὶ τοὺς λογισμοὺς γιὰ νὰ δικαιωθεῖς!)