Ο Όσιος Παύλος ο Θηβαίος, έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα στην έρημο της Θηβαίδος.
Ο ερημικός και ήσυχος τόπος είναι από τους βασικούς παράγοντες της αυτοσυγκέντρωσης και της προσευχής προς το Θεό. Αυτό φαίνεται καθαρά στη ζωή του Αγίου Παύλου του Θηβαίου.
Ανήκε σε πλούσια οικογένεια της Κάτω Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Όταν ο Δέκιος (249-251) κήρυξε τον τρομερό διωγμό κατά των χριστιανών, ο Παύλος, μόλις 15 χρονών, χάνει τους γονείς του. Με εσωτερική παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος φεύγει και ζητά καταφυγή σωτηρίας στην έρημο. Εκεί, μέσα στην ησυχία της φύσης, βρήκε καιρό για συστηματική μελέτη και προσευχή. Όταν πέρασε ο διωγμός του Δεκίου και επανήλθε η γαλήνη, ο Παύλος εξακολουθεί να μένει στην έρημο και, μάλιστα, αποφασίζει να μείνει μόνιμα. Τόσο ολοφάνερη είχε γίνει μέσα στην έρημο η πνευματική υπεροχή του και η ταπεινοφροσύνη του, ώστε έρχονταν πολλοί αναχωρητές να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν.
Η φήμη του είχε φθάσει και στον ασκητή Μεγάλο Αντώνιο, ο οποίος ήταν 90 ετών, σε άλλο σημείο της ερήμου. Με θείο φωτισμό έφτασε στα απόμακρα μέρη της ερήμου, όπου ασκήτευε ο όσιος Παύλος, βαδίζοντας τρεις ημέρες. Ήθελε να παραδειγματιστεί ο ίδιος, αλλά και να γνωρίσει έναν άγιο αββά ασκητή. Με οδηγό μία λύκαινα, έφθασε στο σπήλαιο του οσίου Παύλου και με προσευχές και παρακάλια κατόρθωσε να πείσει τον όσιο να του ανοίξει. Οι δύο γέροντες της ερήμου αλληλοασπάσθηκαν, χαιρετώντας ο ένας τον άλλον με το όνομά του. Με πνευματική χαρά και μέσα σε ατμόσφαιρα ανέκφραστης αγαλλίασης, ενώ συνομιλούσαν, ένα κοράκι ήλθε σ’ ένα κλαδί κι έριξε στα πόδια τους έναν ολόκληρο άρτο. Ο Παύλος είπε στον επισκέπτη του: «Θαύμασε την καλωσύνη του Θεού. Εδώ και 70 χρόνια ο Θεός μου στέλνει με το κοράκι καθημερινά μισό άρτο για την τροφή μου και σήμερα, με τον ερχομό σου, ο Κύριος διπλασίασε την μερίδα».
Ο άγιος Αντώνιος θαύμασε την ασκητική του οσίου Παύλου και πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Την άλλη μέρα, ο όσιος Παύλος είπε την αποκάλυψη του Θεού ότι γνώριζε τον τόπο της διαμονής του και για την συνάντησή τους. Ο Κύριος τώρα τον έστειλε σε αυτόν, για να παραδώσει στη γη το γήϊνο σαρκίο του και τον παρακάλεσε να φέρει από το κελλί του τον μανδύα, που του έδωσε ο άγιος Αθανάσιος, για να ενταφιασθεί με αυτόν. Ήταν τότε ο όσιος 113 ετών. Ο άγιος Αντώνιος τον ικέτευσε να μην τον αφήσει, αλλά να τον πάρει μαζί του. Ωστόσο αν και 90 ετών έτρεξε υπακούοντας και φοβούμενος μήπως παραδώσει την ψυχή του, έφθασε πάλι στο σπήλαιο, όπου τον βρήκε ακίνητο ωσάν να προσευχόταν. Τον σκέπασε με τον μανδύα, βοηθούμενος από δύο λιοντάρια που έσκαψαν τον τάφο και εναπέθεσε με ευλάβεια το σώμα του πρώτου ερημίτη της Θήβας. Ο ίδιος για να μη στερηθεί τη χάρη του αγίου, πήρε μαζί του τον χιτώνα που είχε φτιάξει ο όσιος με τα χέρια του και τον φορούσε στις μεγάλες εορτές του Πάσχα και της Πεντηκοστής.
Διά πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ Θηβαίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Παύλου τοῦ Θηβαίου.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπινεύσει, πρῶτος ὤκησας, ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἡλίου τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος καὶ δι' ὀρνέου τραφείς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ' Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὠδή η’
Ἐζήλωσας, Ἰωάννην θεόφρον, τόν Πρόδρομον, ἐν ἐρήμῳ ἀσκήσας, μεθ’ οὗ καὶ τῆς ζωῆς, τυχεῖν κατηξιώθης, τῆς ὄντως ἀϊδίου. Παράδεισον ἀληθῶς ἀπειργάσω, τὴν ἔρημον, ἐν αὐτῆ διαπρέψας, ἐν πάσῃ ἀρετῇ, διό καὶ Παραδείσου, τρυφῆς κατηξιώθης.
Ὠδή θ’
Ὡς θησαυρόν σε νοητόν, κεκρυμμένον Ὄσιε, ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός Ἀντωνίῳ, ἡμῖν δέ εἰς δόξαν καί ἀγαλλίασιν. Τάς πορείας ἵθυνας τοῦ νοός, πρός θείου θελήματος Παῦλε, λιμένα γαληνότατον, καὶ τῆς κακίας θάλασσαν, κυματουμένην πνεύματι τῆς πονηρίας διέφυγες.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς