Μέγας Αθανάσιος – Από τους λόγους του

 Ο Μέγας Αθανάσιος υπήρξε μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία με ευρύτατη θεολογική και φιλοσοφική παιδεία. Στις κρίσιμες στιγμές του 4ου μ.Χ. αιώνα, η Εκκλησία κλυδωνιζόταν από την αίρεση του Αρείου και την ευθύνη της κρίσης την ανέλαβε ο Μέγας Αθανάσιος. Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μ.Χ. στη Νίκαια, ο Μ. Αθανάσιος συνόδευσε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο με την ιδιότητα του γραμματέα. Συμμετείχε στις θεολογικές συζητήσεις και αντιμετώπισε τον Άρειο, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού και αρνούνταν ότι είναι Yιός του Θεού και, επομένως, αληθινός Θεός. Ο Μ. Αθανάσιος τόνισε ότι ο Χριστός είναι Yιός του Θεού, «μοούσιος» με τον Πατέρα Του, δηλαδή «Θεός αληθινός» και ιδιαίτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος.

 

 


 

Ο Μ. Αθανάσιος το 328 μ.Χ. εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας, με τη συμμετοχή και του λαού στην εκλογή του. Παρέμεινε πιστός στις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι το τέλος της ζωής του. Υπέστη πολλές διώξεις και έγινε το σύμβολο και ο ηγέτης των ορθοδόξων στην εποχή του. Με το συγγραφικό του έργο αναδείχτηκε δυναμικός αγωνιστής της Ορθόδοξης πίστης. Είχε το χάρισμα να διακρίνει τις συνέπειες των αιρετικών απόψεων για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του και τις αντιμετώπισε ορθά και δυναμικά. Η στάση του στην Εκκλησία  ήταν ένα υπόδειγμα αγωνιστή ιεράρχη και βαθύτατου θεολόγου σε θέματα πίστεως. Στον λόγο του Περί Ενανθρωπήσεως του Χριστού τόνιζε:

 

«Κανείς άλλος δεν μπορούσε να μεταβάλει το φθαρτό σε άφθαρτο παρά μόνον ο ίδιος ο Σωτήρας που δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ξανακτίσει στους ανθρώπους το κατ' εικόνα, παρά η εικόνα του Πατέρα (ο Yιός και Λόγος του Θεού που το είχε δημιουργήσει και στην αρχή)˙ και κανείς άλλος δεν μπορούσε να κάνει το θνητό αθάνατο, παρά μόνον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός... Κανένας άλλος δεν μπορεί να διδάξει για τον Πατέρα… παρά μόνον ο Λόγος Του που ρυθμίζει τα πάντα, ο μόνος μονογενής και αληθινός Yιός του Πατρός.»       

 (Περί ενανθρωπήσεως, 20, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ. 30, έκδ. Απ. Διακονίας, Αθήνα 1962, σ.90).

 

 «Έτσι και η ζωή των πάντων, ο Κύριος και Σωτήρας μας Χριστός… δέχθηκε και υπέφερε πάνω στο σταυρό το θάνατο, που άλλοι και μάλιστα οι εχθροί του επινόησαν, τον οποίο εκείνοι θεωρούσαν φοβερό, ατιμωτικό και αποκρουστικό… Συνέβη, λοιπόν, κάτι αξιοθαύμαστο και παράξενο: ο θάνατος δηλαδή που του επέβαλαν και θεωρούσαν ατιμωτικό, αυτός ήταν το σύμβολο της νίκης εναντίον του ίδιου του θανάτου… Αν όμως κάποιος από εμάς, από φιλομάθεια και όχι από φιλονικία, θέλει να μάθει γιατί δεν πέθανε με άλλον τρόπο αλλά με το σταυρό, ας ακούσει και αυτός ότι δεν μας συνέφερε με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνον με αυτόν να πεθάνει˙ και καλώς σταυρώθηκε ο Κύριος για χάρη μας. Γιατί, αν ήρθε για να αναλάβει την κατάρα που υπήρχε εναντίον μας, με ποιον άλλο τρόπο θα γινόταν ο ίδιος κατάρα, αν δε δεχόταν το θάνατο που επινοήθηκε για τους καταραμένους; Και αυτός ο θάνατος είναι ο σταυρός… Πώς θα μας προσκαλούσε, αν δε σταυρωνόταν; Μόνον πάνω στο σταυρό πεθαίνει κανείς με απλωμένα τα χέρια. Γι' αυτό έπρεπε να υπομείνει ο Κύριος και αυτό και να απλώσει τα χέρια του: για να ελκύσει με το ένα τον παλαιό λαό (εβραίους) και με το άλλο τους εθνικούς και να συνενώσει και τους δύο στον Εαυτό Του… Ήρθε, λοιπόν, ο Κύριος να καθαρίσει τον αέρα και να μας ανοίξει το δρόμο για τον ουρανό… Και αυτό έπρεπε να γίνει διά του θανάτου. Γιατί με ποιον άλλο θάνατο θα γίνονταν όλα αυτά, αν όχι με το θάνατο που συντελείται στον αέρα, δηλαδή με το σταυρό; Γιατί στον αέρα πεθαίνει μόνον αυτός που θυσιάζεται διά του σταυρού».

(Περί Ενανθρωπήσεως, 24-25 Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ.30, έκδ. Απ. Διακονία, Αθήνα 1962, σ.94-95).

 

«Ο Χριστός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς θεοί. Φανερώθηκε με ανθρώπινο σώμα, για να μπορέσουμε εμείς να έχουμε ορθή αντίληψη για τον αόρατο Πατέρα. Yπέμεινε την ατίμωση από τους ανθρώπους, για να κληρονομήσουμε εμείς την αθανασία».

(Περί Ενανθρωπήσεως, 54, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ. 30, έκδ. Απ. Διακονίας, 1962, σ. 119).

 


 

κ τς ερς Μονς