«Μάρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».
Ὁ Μάρκος δὲν ὑπέγραψε, λοιπὸν δὲν κάναμε τίποτα. Ἡ παροιμιώδης φράση εἶναι τοῦ Πάπα Ῥώμης, ὅταν ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του στὸ πρωτόκολλο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ εἶχαν ὑπογράψει ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι.
Ὁ ὑπέρμαχος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1392. Γονεῖς εἶχε τὸν διάκονο Γεώργιο καὶ τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν κόρη κάποιου γιατροῦ Λουκᾶ ὀνομαζομένου. Ὁ Μάρκος εἶχε πολλὰ χαρίσματα καὶ ἀναδείχθηκε ἔξοχος στὶς θεολογικὲς καὶ ἄλλες σπουδές. Δίδασκε στὸ φροντιστήριο τοῦ πατέρα του, καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, τὸν διαδέχθηκε στὸ διδασκαλικὸ ἐπάγγελμα. Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ῥητορικῆς καί, στὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε σὲ μία Μονὴ στοὺς Πριγκηπόνησους. Ἐκεῖ ἐτάχθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία ἐναρέτου μοναχοῦ, τοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, σὲ Μάρκο. Κατόπιν ἀπὸ τὰ νησιὰ αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν Μαγκάνων, ὅπου χειροτονήθηκε Ἱερέας. Ἀφοῦ ἔγινε κληρικός, τὸ 1436 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου.
Τότε, ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, μπροστὰ στὸν τουρκικὸ κίνδυνο καὶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Πάπας, πηγαίνει στὴ Φεῤῥάρα τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ συζητήσει τὴν ἕνωση τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν. Στὴν τελικὴ Σύνοδο, ποὺ γίνεται στὴ Φλωρεντία τὸ 1439, βλέπουμε, δυστυχῶς, τοὺς ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, ἰδιαίτερα γιὰ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ Πάπα, νὰ ὑπογράφουν ὅλοι. Ἐδῶ, ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἱστορίας, σηκώνει τὸ πνευματικό του ἀνάστημα ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ λέει: «Ὄχι. Καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στοὺς Τούρκους, παρὰ σκλαβωμένο πνεῦμα στὸν αἱρετικὸ Πάπα». Κατόρθωσε, ἔτσι, νὰ κρατήσει ψηλὰ τὴν σημαία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ διδάξει σ᾿ ὅλους μας πὼς τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας δὲν πρέπει νὰ συμβιβάζουμε καὶ νὰ προδίδουμε, χάριν ἐφήμερων καὶ ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὑπέστη ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ κυβερνοῦσαν πολλὲς ἐξορίες, καταδιώξεις καὶ ταπεινώσεις, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀδιάσειστος. Ἀῤῥώστησε, γιὰ περίπου 14 μέρες καὶ πέθανε στὶς 23 Ἰουνίου (ὅπου κανονικὰ πρέπει νὰ ἑορτάζεται καὶ ἡ κυρίως μνήμη του, σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη) τοῦ ἔτους 1444, σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν.
Ἂφησε ὃμως συνεχιστή τοῦ ἀγώνα του τόν μαθητή του Γεώργιο Σχολάριο (τόν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο). Τό ἱερό σκήνωμά του ἐτάφη στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων. Ἀργότερα, μετά τήν Ἃλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τά ἃγια λείψανά του μεταφέρθηκαν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Λαζάρου τοῦ Γαλατᾶ. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του τήν 19η Ἰανουαρίου. Μετά τὴν ὁσία κοίμησή του ἐτιμήθη ὡς Ἅγιος καὶ Ὁμολογητἠς.
ΠΗΓΗ: https://agiooros.org/viewtopic.php?f=75&t=7270
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ὁμολογία, μέγαν εὕρατο, ἡ Ἐκκλησία, ζηλωτήν σε θεῖε Μάρκε πανεύφημε, ὑπερμαχοῦντα πατρώου φρονήματος, καί καθαιροῦντα τοῦ σκότους ὑψώματα. Ὅθεν ἄφεσιν, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τοῖς σε γεραίρουσι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς