Οι Καταβασίες των Χριστουγέννων (κείμενο- ερμηνεία)

 Ο Καταβασίες τν Χριστουγέννων εναι Κανόνες διπλοί, πεζός κα ποιητικός. πεζός Κανών ποτελε ποίημα το γίου Κοσμ το Μελωδο (685-750 μ.Χ.) κα αμβικός Κανών εναι ποίημα το γίου ωάννου το Δαμασκηνο (680-754) μεγάλου θεολόγου, ποος εναι νας από τούς εσηγητές το ποιητικού εδους τν Κανόνων. πεζός Κανών το σματογράφου κα θεσπέσιου Κοσμ «Χριστός γεννται...», ψάλλεται πό τίς 21 Νοεμβρίου μέχρι τν  μέρα τς ορτς 25η Δεκεμβρίου, -πως καί κατά τήν πόδοση τς ορτς, 31 Δεκεμβρίου. πό τήν 26η μέχρι καί τήν 30ή Δεκεμβρίου ψάλλονται μόνο αμβικός Κανών «σωσε λαόν...».

 

 


 

 

δ α΄.

Χριστς γεννται, δοξσατε· Χριστς ξ ορανν, παντσατε· Χριστς π γς, ψθητε· σατε τ Κυρίῳ πσα γ κα ν εφροσν νυμνσατε, λαο, τι δεδξασται.

 

γιος Κοσμς Μελωδός πανηγυρίζει τά σωτήρια Γενέθλια το Χριστο, δανειζόμενος λον τν Ερμό πό τν ερό Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ποος τσι κριβς ρχίζει το γκώμιό του στν Γέννησιν το Χριστο.  Χριστός γεννιέται πό τν Παρθένο· ς Θεάνθρωπον, δοξάστε Τον λοι ο γγελοι κα ο νθρωποι! Χριστός κατεβαίνει πό τούς ορανούς ς Θεός· προϋπαντστε Τον ο δίκαιοι! Χριστός φανερώνεται πάνω στή γ· ψωθετε πάνω πό τά γήϊνα! Δοξολογστε τόν Κύριο λοι ο κάτοικοι τς γς, νυμνστε Τον μέ χαρά κα τ διάφορα θνη, διότι εναι δοξασμένος.

 

 

 

δ γ΄.

Τ πρ τν αἰώνων κ Πατρς γεννηθντι ἀῤῥεστως Υἱῷ κα π' σχτων κ Παρθνου σαρκωθντι σπρως Χριστ τ Θε βοσωμεν· νυψσας τ κρας μν γιος ε, Κριε.

 

πό τν προφήτιδα ννα, τν Μητέρα το Προφήτη Σαμουήλ κα ποιήτρια τς τρίτης δς, Μελωδός Κοσμς δανείσθηκε τν παρόντα ερμό διότι κείνη επε τ λόγια ατά πρς τν Θεό, εχαριστντας, διότι ν ταν στερα, γέννησε υόν κα επε: «Υψώθη κέρας μου ν Θε μου» κα «Οκ στιν γιος πλήν σο»(Α΄Βασιλ. 2,12).

 

Στόν Υό πού γεννήθηκε ρρεύστως κα παθς πό τόν γέννητο Πατέρα, πρό πάντων τν αώνων (χωρίς νά πάρξει χρόνος), καί τελευταα σαρκώθηκε πό τήν Παρθένο, χωρίς σπέρμα νδρός γι τν δική μας σωτηρία, στόν Χριστό καί Θεό μας λοι ς φωνάξουμε δυνατά σν τν προφήτιδα ννα: Σύ, Κύριε, πού μς δυνάμωσες καί δόξασες τό κέρας μν τν νθρώπων εσαι μόνος γιος!

 


 

 

 

 

δ δ΄.

Ρβδος κ τς ῥίζης εσσα κα νθος ξ ατς, Χριστ, κ τς Παρθνου νεβλστησας· ξ ρους ανετς κατασκου δασος λθες σαρκωθες ξ πειρνδρου ϋλος κα Θες· δξα τ δυνμει σου, Κριε.

 

Προφήτης σαΐας προφήτευσε γι τν Χριστό: «ξελεύσεται ράβδος κ τς ρίζης εσσαί, κα νθος κ τς ρίζης ναβήσεται»(σ.11,7) κα Κοσμς Μελωδός δανείζεται ατν τν προφητεία. Ράβδος, δηλαδή κλάδος εναι ειπάρθενος Θεοτόκος, ποία ξλθε πό τν ρίζα, πό τη φυλή ούδα, πως κα διος εσσαί. ρμηνεία τς δς εναι ς ξς: «σύ Χριστέ, ναβλάστησες πό τήν Παρθένο σάν λουλούδι πό τό κλαδί, πού προλθε πό τή ρίζα το εσσαί· κα εσαι νυμνούμενος σάν πό βαθύ κα κατάσκιο βουνό πού εναι Θεοτόκος. ϋλος Θεός ρθες στόν κόσμο, παίρνοντας σάρκα πό τήν Παρθένο πού δέν γνώρισε νδρα. Δοξολογία, λοιπόν, ρμόζει στή δύναμή Σου, Κύριε.

 

 

 

δ ε΄.

Θες ν ερνης, Πατρ οκτιρμν, τς μεγλης Βουλς σου τν γγελον ερνην παρεχμενον πστειλας μν· θεν θεογνωσας πρς φς δηγηθντες, κ νυκτς ρθρζοντες δοξολογομν σε, Φιλνθρωπε.

 

Κύριε, ντας Θεός τς ερήνης καί φιλεύσπλαχνος Πατέρας, εδόκησες ν λθει πρς μς Υός ς γγελιαφόρος τς μεγάλης Βουλς σου, γιά νά μς παρέχει τήν ερήνη προς λους. Γι’ ατό, Φιλάνθρωπε Κύριε, κι μες πού δηγηθήκαμε στό φς τς θεογνωσίας, δηλαδή τς εσεβείας κα τς πίστεως, Σέ δοξολογομε, ξυπνώντας νωρίς μέσα στή νύχτα.

 

 

 

 

δ ς΄.

Σπλγχνων ωνν μβρυον πμεσεν νλιος θρ, οον δξατο· τ Παρθν δ νοικσας Λγος κα σρκα λαβν διελλυθε φυλξας διφθορον· ς γρ οχ πστη εσεως, τν τεκοσαν κατσχεν πμαντον.

 

ερός Μελωδός χρησιμοποιε τν Προφήτη ων στν πόθεση τς κ Παρθένου Γεννήσεως το Χριστο. Τήν διαμονή του στην κοιλιά το κήτους παρομοιάζει μ τν Σύλληψη το μβρύου κα τν ξοδό του πό το κτος με τν Γέννησή του. πομένως ναφέρει στν δή τι τό θαλάσσιο κτος πέβαλε σάν μβρυο τόν ων πό τήν κοιλιά του, πως κριβς τόν δέχτηκε. ντίστοιχα Υός κα Λόγος το Θεο, πού εσλθε και λαβε σάρκα στήν κοιλιά τς Παρθένου, γεννήθηκε φυλάγοντας βλαβ κα διάφθορη τν Παρθένο, δηλαδή δέν πέστη φθορά λλοίωση κατά την νανθρώπησή Του.

 

 

δ ζ΄.

Ο παδες εσεβείᾳ συντραφντες δυσσεβος προστγματος καταφρονσαντες, πυρς πειλν οκ πτοθησαν, λλ' ν μσ τς φλογς σττες ψαλλον· τν πατρων Θες ελογητς ε.

 

Ο τρες κενοι γιοι Παδες, πειδή νατράφηκαν μέ τν εσέβεια στν Θεό πο εναι ψηλότερη γνώση κα θεωρία, καταφρόνησαν τή βλάσφημη προσταγή το Βασιλι ν προσκυνηθ ς θεός καί δέν φοβήθηκαν καθόλου τήν πειλή στν κάμινο το πυρός. ντίθετα, στεκόμενοι στό μέσο τς φλογός (συνεχίζει Μελωδός), δν λυπονταν λλά μ χαρά ψαλλαν: Θεός τν Πατέρων μας εσαι ελογητός κα δοξασμένος στος αἰῶνες!

 


 

 

 

δ η΄.

Θαματος περφυος δροσοβλος ξεικνισε κμινος τπον· ο γρ ος δξατο φλγει νους, ς οδ πρ τς θετητος Παρθνου ν πδη νηδν. Δι νυμνοντες ναμλψωμεν· ελογετω κτσις πσα τν Κριον, κα περυψοτω ες πντας τος αἰῶνας.

 

κάμινος πού ξέπεμπε δροσιά στος Τρες Παδες στ Βαβυλνα ταν τύπος πού προεικόνιζε να παράδοξο θαμα. Διότι πως κάμινος κείνη πταπλάσια καμμένη δέν κατέκαψε τούς νέους πού δέχθηκε μέσα της, τσι κα τό πρ τς Θεότητος το Μονογενος Υο δέν φλεξε τήν κοιλία τς Παρθένου Μαρίας, στήν ποία εσλθε. Γι’ ατό κι μες πο είδαμε ατό τ θαυμάσιο, ς νυμνήσουμε λέγοντας: λόκληρη κτίση ς δοξάζει τόν Κύριο κι ς τόν περυψώνει σέ λους τούς αἰῶνες.

 

 

δ θ΄.

Μυστριον ξνον ρ κα παρδοξον! ορανν τ σπλαιον· θρνον χερουβικν τν Παρθνον· τν φτνην χωρον, ν νεκλθη χρητος, Χριστς Θεός, ν νυμνοντες μεγαλνομεν.

 

Μελωδός δανείστηκε πό τν λόγο το Θείου Χρυσοστόμου τν φράση: «Μυστήριο ξένο κα παράδοξο βλέπω». Βλέπω να γεγονός μυστηριδες, κπληκτικό καί θαυμαστό! Τό σπήλαιο τς Βηθλεέμ γινε ορανός, βλέπω Παρθένος κα Θεοτόκος Μαρία, πο χει λικό σμα, γινε θρόνος χερουβικός. Καί ετελής φάτνη το σπηλαίου γινε τόπος νδοξος, που πλάγιασε ατός πού τίποτε στόν κόσμο δέν μπορε νά τόν χωρέσει, δηλαδή Χριστός καί Θεός, τόν ποο ο πιστοί μνολογώντας μεγαλύνουμε.

 


 

 


 

κ τς ερς Μονς