Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων – Ο Πατριάρχης της φιλανθρωπίας

 ωννης πνησι δος κα σκορπσας,

ποα Χριστ νν παρεστς λαμβνει!

                                                                                         

 


   

Υπήρξε Στοργικός και Δίκαιος Ποιμενάρχης. Φρόντιζε για την απονομή της δικαιοσύνης. Έκανε το παν για την αποκατάσταση των αδικουμένων και για την προστασία των αδυνάτων. Σπλαχνιζόταν τους φτωχούς, και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο τους, δίνοντάς τους οικονομική ενίσχυση από τα ταμεία των Ιερών Ναών. Ουδείς φτωχός ερχόταν προς τον Άγιο Ιωάννη και έφευγε με άδεια τα χέρια. Κανένας δοκιμασμένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής έφευγε απαρηγόρητος. Αγωνιζόταν να βρίσκει τα μέσα για να τους ικανοποιεί όλους τους δυστυχείς. Ο Ιωάννης όταν έγινε Πατριάρχης έκτισε δύο Μοναστήρια. Μάζεψε μοναχούς και τους έβαλε να Κατοικούν σ’ αυτά. Τους είπε να προσεύχονται πάντα και να μην έχουν καμιά φροντίδα για τα άλλα πράγματα. Αυτός θα φρόντιζε για την τροφή τους και τις διάφορες ανάγκες του Μοναστηρίου.

 

«Νομίζω, προς όλους είμαι οφειλέτης. Και δεν το νομίζω μόνο. Είμαι. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Δεν το λέει ο Παύλος; Εμεθα μέλη λλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δεν θα πάψω να το κάνω. Η περιουσία μου δεν μπορεί να είναι ανώτερη από αυτά τα χρέη μου». 

 


 

 

 

 

Θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του

 

Το πάπλωμα του Πατριάρχη

Ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων ταπεινός, όχι μόνον στα λόγια, αλλά και στα ρούχα και στην διατροφή. Το στρώμα του ήτο πολύ παλιό. Μόλις το είδε ένας άρχοντας της πόλεως καταξεσχισμένο και σχεδόν άχρηστο, τον λυπήθηκε και του έστειλε ένα πολύτιμο πάπλωμα, που αγόρασε τριάντα έξι νομίσματα, παρακαλώντας τον να το δεχθεί.

 

Πράγματι, το δέχθηκε ο Άγιος. Αλλά την νύχτα, όταν έπεσε να κοιμηθεί δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κατηγορούσε τον εαυτό του, γιατί αυτός μεν θα κοιμόταν σε πολυτελή και σημαντικής αξίας ρούχα, πολλοί δε φτωχοί την ίδια στιγμή υπέφεραν από την πείνα και το κρύο.

 

Το πρωί, λοιπόν, έστειλε το πάπλωμα στην αγορά και το πούλησε. Από τα χρήματα δε που επήρε έντυσε εκατό περίπου φτωχούς. Το πάπλωμα όμως αυτό το αγόρασε ο ίδιος άρχοντας, που του το είχε χαρίσει και πάλι του το χάρισε για δεύτερη φορά με την θερμή παράκληση να το κράτηση. Ο Άγιος όμως πάλιν το πούλησε και έντυσε άλλους τόσους φτωχούς. Τούτο έγινε όχι μόνον δύο και τρεις φορές, αλλά πολλές.

 

Κάποια ημέρα συναντήθηκε ο φιλεύσπλαγχνος Πατριάρχης με τον δωρητή άρχοντα και του είπε: Ας δούμε ποιός θα νικήσει εγώ με το να πωλώ το πάπλωμα ή εσύ με το να μου το χαρίζεις. Έτσι με αυτόν τον τρόπον έπαιρνε από τον πλούσιο εκείνο και έδινε στους φτωχούς, αλλά και ο πλούσιος έκανε το φιλάνθρωπο έργο του.

 


 

 

 

Δεν πωλούνται τα εκκλησιαστικά αξιώματα

Την εποχή εκείνη έφευγαν από την Περσία πολλοί, λόγω του διωγμού και εύρισκαν καταφύγιο κοντά στον ελεήμονα Πατριάρχη της Αλεξανδρείας Ιωάννη. Αλλά τότε ήταν μεγάλη πείνα και στην Αίγυπτο, γιατί ο Νείλος δεν ξεχείλισε τον χρόνο εκείνο για να ποτίσει τα χωράφια. Αφού, λοιπόν, ο Άγιος ξόδεψε όλο το θησαυρό της Εκκλησίας και χίλιες λίτρες χρυσού, που δανείστηκε, θλιβόταν, γιατί η πείνα πλήθυνε και κανένας δεν βρισκόταν πλέον να τον δανείσει.

 

Τότε εκεί στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν δίγαμος και ο οποίος είχε μεγάλη επιθυμία να γίνει ιεροδιάκονος. Σκέφθηκε, λοιπόν, επειδή ο νόμος δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο να πείσει τον Άγιο με αργύρια και να τον κάνει ιεροδιάκονο. Έστειλε, λοιπόν, προς τον Πατριάρχη γράμμα με το υιό του και του έλεγε, ότι μπορούσε να τον βοηθήσει στην δύσκολη αυτή περίοδο της πείνας. Αυτός είχε σιτάρι πολλές χιλιάδες μόδια και εκατόν πενήντα λίτρες χρυσού. Αυτά, έλεγε, ότι όλα του τα χαρίζει, αν τον χειροτονούσε Διάκο.

 

Όταν έλαβε την επιστολή ο Ιωάννης, κάλεσε τον μεσάζοντα Κληρικό και τον ήλεγξε πολύ γι’ αυτή του την πράξη. Του είπε δε, ότι όσον αφορά τους φτωχούς, ο Θεός θα φροντίζει γι’ αυτούς και δεν θα τους αφήσει να πεθάνουν από την πείνα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να κάνει αυτόν Διάκονο ο,τιδήποτε και αν προσέφερε.

 

Πράγματι σε λίγο καιρό έφθασαν στο λιμάνι δύο πλοία της Εκκλησίας γεμάτα σιτάρι. Τότε ο Ιωάννης ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί δεν τον άφησε να πουλήσει την ιεροδιακονία.

 

γιε ωάννη λεμον πρέσβευε Χριστ τ Θε, λεηθναι τς ψυχάς μν!

 

 

ΠΗΓΗ: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ ή «ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΗΘΙΚΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ», Απόδοσις  Θεοδόση Σπεράντζα (ΑΝΘΙΜΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗ) κδ. Περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ»,     ΑΘΗΝΑΙ 1961.

 


 

 

 

πολυτκιον. χος πλ. δ’.

ν τ πομον σου κτήσω τν μισθόν σου Πάτερ, σιε, τας προσευχας διαλείπτως γκαρτερήσας, τος πτωχος γαπήσας, κα τούτοις παρκέσας· λλ πρέσβευε Χριστ τ Θε, ωάννη λεμον μακάριε, σωθναι τς ψυχς μν.

 


 

 

κ τς ερς Μονς