Σύναξη Αρχαγγέλων και Ουρανίων Ταγμάτων

 Η Αγία Γραφή δίδει σαφή μαρτυρία ότι οι Άγγελοι είναι δημιουργήματα του Θεού και υπηρετούν στο σχέδιο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. «Εσ λειτουργικ πνεματα ες διακοναν ποστελλμενα δι τος μλλοντας κληρονομεν σωτηραν» (Εβρ. κεφ.α΄,14). Εκτός από τη γενική διακονία, αναλαμβάνουν και μία επιμέρους αποστολή για κάθε πιστό ξεχωριστά. Αναφέρει ο Μ. Βασίλειος: «από τους αγγέλους άλλοι προορίζονται για τα έθνη και άλλοι συνοδεύουν τους πιστούς. Κάθε πιστός έχει έναν άγγελο για να τον καθοδηγεί, ως παιδαγωγό και ποιμένα του. Αυτό είναι διδασκαλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τα χωρία της Γενέσεως (48,16) και του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (18,10). Κατά τον Μ. Βασίλειο, «σε κάθε πιστό παραστέκεται ένας άγγελος, εάν δεν τον εκδιώξουμε με πονηρά έργα.., φυλάττει την ψυχή ως στράτευμα» (Εις Ψαλμ. 33.6. PG 29,364)

 

 



 

Επομένως, η ψυχή κάθε ανθρώπου βρίσκεται υπό την καθοδήγηση ενός αγγέλου, όπως ενός πατέρα» (Ματθ. 13,5). Αναφέρουμε δύο από τις αμέτρητες εμφανίσεις και διηγήσεις, οι οποίες αποδίδουν τον ρόλο των Αγγέλων στους ανθρώπους:

 

Ο Άγγελος της Τετάρτης και ο Άγγελος της Παρασκευής - Εκ του Μεγάλου Γεροντικού

 

Έλεγαν για τον αββά Παχώμιο ότι κάποτε κηδευόταν το σκήνωμα ενός νεκρού και ότι το συνάντησε ο αββάς στον δρόμο. Βλέπει δύο αγγέλους να ακολουθούν τον νεκρό πίσω από το νεκροκρέβατο. Απόρησε γι αυτούς και παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το γεγονός. Τον πλησιάζουν οι δύο άγγελοι. Τους ρωτάει:

«Γιατί εσείς που είστε άγγελοι ακολουθείτε τον νεκρό;»

 

Και του λένε οι άγγελοι: «Ο ένας από μας είναι της Τετάρτης κι ο άλλος της Παρασκευής. Αυτός ως τη μέρα που πέθανε δεν παρέλειπε να νηστεύει Τετάρτη και Παρασκευή, γι΄αυτόν τον λόγο ακολουθήσαμε πίσω από το σκήνωμά του. Επειδή λοιπόν μέχρι τον θάνατό του τήρησε τη νηστεία, κι εμείς με αυτόν τον τρόπο δοξάσαμε αυτόν που έκανε αγώνα ενώπιον του Κυρίου».

 

 


 

 

 

Οι Άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού

 

Κάποιο πρωινό, ο όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός (9ος-10ος αι.), καθισμένος σε μια γωνιά, άκουγε το πνευματικό του παιδί, τον Επιφάνιο, που διάβαζε ένα λόγο του Μεγάλου Βασιλείου. Όσην ώρα διαρκούσε η ανάγνωση, ξεχυνόταν μία ευωδία σαν από πολύτιμα αρώματα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, χάθηκε και η ευωδία. Έκπληκτος ο Επιφάνιος στράφηκε προς τον όσιο:

 

– Εξήγησέ μου σε παρακαλώ, τι ευωδία ήταν αυτή;

 

Κι ο όσιος, επειδή είχε δει αυτόν που σκορπούσε την ευωδία, αποκρίθηκε:

 

– Άγγελοι Κυρίου είχαν συγκεντρωθεί εδώ, παιδί μου. Ένας μάλιστα, θέλοντας να τιμήσει τα λόγια του Αγίου Πνεύματος, θύμιαζε γύρω μας χαρούμενος.

 

Η έκπληξη και η απορία του Επιφανίου κορυφώθηκαν. Ο όσιος λοιπόν συνέχισε πιο αναλυτικά:

 

– Σε τρεις περιπτώσεις οι άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού: Πρώτον, όταν διαβάζουν τα ιερά βιβλία, οπότε τους κυκλώνουν για ν’ ακούσουν κι αυτοί. Δεύτερον, όταν προσεύχονται και συνομιλούν με το Θεό, οπότε συμπροσεύχονται κι εκείνοι με πόθο. Τρίτον, όταν υπομένουν για την αγάπη του Θεού κόπο, πόνο και τιμωρίες, οπότε τους μυρώνουν και τους παρακινούν στον αγώνα της ευσέβειας.

 

Για την τελευταία περίπτωση θα σου πω την ακόλουθη ιστορία:

 

Κάποτε ο παραβάτης Ιουλιανός, ξεκινώντας να πολεμήσει τους Πέρσες, κατέβηκε στη Δάφνη (προάστιο της Αντιόχειας) για να θυσιάσει στο θεό Απόλλωνα. Ήθελε να πάρει χρησμό για την έκβαση του πολέμου. Ο δαίμονας όμως, που κατοικούσε στο άγαλμα, δεν μπορούσε να δώσει χρησμό, γιατί βρίσκονταν εκεί τα λείψανα του αγίου ιερομάρτυρος Βαβύλα και των τριών νηπίων.

 

Ο παραβάτης διέταξε τους Αντιοχείς να τα μετακομίσουν άφοβα. Τότε εκείνοι σήκωσαν τη σορό των αγίων και βάδιζαν ψάλλοντας: «Ασχυνθήτωσαν πάντες ο προσκυνοντες τος γλυπτος, ο γκαυχώμενοι ν τος εδώλοις ατν».

 

Όταν τ’ άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε οργισμένος να συλλάβουν όσους ακολουθούσαν τη λιτανεία. Ανάμεσά τους συνέλαβαν κι έναν έφηβο δεκαπέντε χρονών, που λεγόταν Θεόδωρος. Τον παρουσίασαν στον βασιλιά, κι εκείνος πρόσταξε να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο και να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Έτσι κρεμασμένος υπέφερε πολλά βασανιστήρια. Όταν βράδιασε, τον κατέβασαν και τον έριξαν στη φυλακή.

 

Έμεινε εκεί μερικές μέρες, μέχρι που έλαβαν την είδηση πως ο βασιλιάς σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τότε ελευθερώθηκε ο Θεόδωρος και γύρισε στο σπίτι του. «Αγαπημένε μας Θεόδωρε», τον ρωτούσαν εκεί συγγενείς και φίλοι, «τι ένιωθες όταν σε ξέσχιζαν κρεμασμένο στο ξύλο;»

 

Εκείνος τους αποκρίθηκε: «Στην αρχή υπέφερα με δυσκολία τον πόνο. Ύστερα όμως παρουσιάστηκαν μπροστά μου τέσσερις νέοι με όμορφα πρόσωπα και κατάλευκες στολές. Ο ένας κρατούσε μια λεκάνη αστραφτερή. Ο άλλος χρυσό μυροδοχείο με μύρο σαν ροδέλαιο. Οι άλλοι δύο κρατούσαν λευκά σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα. Ο ένας άδειασε το μύρο στη λεκάνη και, καθώς εκείνο εξατμιζόταν, ένιωθα σε κάθε εισπνοή να σκορπίζεται η ευωδία του σ’ όλα μου τα μέλη και να εξουδετερώνει τους φρικτούς πόνους. Ύστερα, ο ένας έβρεχε το πανί στη λεκάνη και το ‘βαζε στο πρόσωπό μου πολλή ώρα, ώστε με την ηδονή εκείνη να ξεχνάω τους πόνους. Όταν το έπαιρνε ο πρώτος, ήταν ο άλλος έτοιμος κι έβαζε το δικό του. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι που με κατέβασαν οι δήμιοι από το ξύλο. Τότε όμως έφυγαν οι άγγελοι από κοντά μου και λυπήθηκα, γιατί στερήθηκα εκείνη τη γλυκύτατη ηδονή. Ήθελα να βασανιζόμουν ακόμη…»

 

Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 174.

 


 

 

κ τς ερς Μονς