Κυριακή Δ’ Λουκά: Παραβολή του Σπορέως - π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου

  Βρισκόμαστε αδελφοί μου στα σκληρά χρόνια της Σταλινικής δικτατορίας, όπου οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών και η αθεΐα έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις με συνέπεια, να καταστρέφονται και να κολάζονται εκατομμύρια ψυχές.

 

 


 

Ο Πατήρ Δημήτριος Ντούτκο, ιερεύς και πρωτοπρεσβύτερος της εποχής εκείνης, ο οποίος ήτο απτόητος μπροστά σε όλους αυτούς τους διωγμούς, όπου συνεχώς εδιώκετο και προπηλακίζετο ποικιλοτρόπως, κάποτε στο πολυπληθές εν κρυπτώ ακροατήριό του, διηγήθηκε την εξής ιστορία.

 

Είναι μεσάνυκτα, περιγράφει, κάποιος κτυπάει την πόρτα μιας εκκλησίας, από τις λίγες που είχαν απομείνει από την μανία της Γκα-Κε-Πέ. Ύστερα από λίγο, ανοίγει ο ιερεύς την πόρτα και βλέπει μπροστά του μια γριούλα, η οποία του ζήτησε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Χωρίς δισταγμό, ο παππούλης εκείνος ετοιμάστηκε, και βγήκε μαζί της. Εκείνη μπροστά και αυτός από πίσω με τα Τίμια Δώρα στα χέρια, με κάθε δυνατή προφύλαξη διότι ο κίνδυνος ήτο μεγάλος. Έτσι πλησίασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι, η γριούλα ανοίγει την πόρτα και από τον διάδρομο μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και ξαφνικά ο παππούλης βρίσκεται μόνος, με μόνον τον άρρωστο. Ο άρρωστος τον βλέπει και αμέσως με χειρονομίες και φωνές, άρχισε να βρίζει και να τον διώχνει.

 

«Φύγε από δω ρε τράγο, ποιος σε κάλεσε, ποιος σε φώναξε, εγώ είμαι άθεος, δεν πιστεύω σε τίποτα, και άθεος θέλω να πεθάνω».

 

Ο καημένος ο παππούλης τά ’χασε.

«Μα δεν ήρθα μόνος μου», του είπε.

«Μια γριούλα με εκάλεσε, και με έφερε μέχρι εδώ, μέχρι εδώ σε σένα».

«Ποια γριά», του λέει, «εγώ δεν ξέρω καμιά γριά».

 

Εκείνη τη στιγμή πέφτουν τα μάτια του ιερέως πάνω από το κρεβάτι του αρρώστου σε μια κορνίζα όπου υπήρχε μια φωτογραφία. Η φωτογραφία της γυναίκας, της γριούλας που τον κάλεσε, αλλά σε μια λίγο νεώτερη ηλικία.

«Να αυτή», του λέει, «αυτή με κάλεσε».

«Ποια αυτή», του λέει, «ξέρεις τι λες, μωρέ παπά; Αυτή έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και είναι η μάνα μου».

 

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο, και τους κατέλαβε δέος. Και αμέσως μετά ο άρρωστος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Και αφού έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε για πολλή ώρα, μέσα του γέμισε φως, φως μετάνοιας και φως ελπίδος και σωτηρίας.

 

Και φώναξε: «Πιστεύω, πιστεύω τώρα και θέλω να εξομολογηθώ, όλα τα κρίματά μου, τα εγκλήματά μου, τους φόνους μου, τις ιεροσυλίες μου, τις βρωμιές μου, τις ανηθικότητές μου, τα πάντα. Και έτσι μέσα στο κρεβάτι, εκεί της βαρειάς του αρρώστιας και μέσα από λυγμούς και κλάματα πολλά, εξομολογήθηκε όλα τα κρίματά του. Και ύστερα από λίγο αφού του διάβασε ο ιερεύς την συγχωρητική ευχή κοινώνησε και των Αχράντων Μυστηρίων. Την άλλη μέρα πέθανε.

 

Η μητέρα του όμως, η μάνα του, φρόντισε και από τον ουρανό να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας. Τον σπόρο του λόγου του Θεού, που τον είχε σπείρει στην παιδική του ψυχούλα, τότε που ήταν μικρό παιδάκι. Η ευλογημένη αυτή μάνα, με την ουράνια αυτή παρουσία της, αυτόν τον λόγο, στην παιδική ψυχούλα, τον έκανε ετούτη τη στιγμή δένδρο σωτηρίας.

 

Αυτό μας είπε και σήμερα ο λόγος του Θεού. Ό,τι σπέρνουμε, αυτό και θερίζουμε. Και ό,τι σπέρνουμε στις παιδικές ψυχούλες των παιδιών μας, αλλά και σε κάθε ψυχή, αυτό και θα θερίσουμε.

 

         Έστω και αν παρουσιάζεται προσωρινά κάποια σκληρότητα και από γρανίτη γη, στην καρδιά των ανθρώπων. Ποιος ξέρει πότε μπορεί να γίνει αυτός ο σεισμός, και να ανοίξει μια χαραμάδα για να μπει ο σπόρος του Θεού μέσα στις ψυχές μας;

 

Αλλά ο λόγος όμως του Θεού, ο αγνός και καθαρός σπέρνεται από το αγιασμένο παράδειγμά μας, γιατί λόγια λέμε πολλά, και μεις οι παπάδες λέμε λόγια πολλά και κάνομε και ωραιότατα κηρύγματα, και σκλαβώνουμε και το πλήθος, και κρέμονται από τα χείλη μας, και μας λένε «ν’ αγιάσει το στοματάκι μας». Αλλά το είπε και το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, η παραβολή, ότι ύστερα από λίγο μη έχοντες ικμάδα θα φύγει ο λόγος, και θα μείνει άχρηστος, άσπορος, άδενδρος, άκαρπος, τίποτα δεν θα ’χει μέσα.

 

Έσπειρε ο Κύριος τον λόγο του Θεού, και μετεβλήθησαν οι ψαράδες σε αλιείς ανθρώπων, σε κήρυκας του Ευαγγελίου, σε αποστόλους…

 

Σπείρεται ο λόγος του Θεού και γεμίζει η έρημος, και γεμίζουν οι τρύπες της γης, τα βουνά και τα δάση, και οι σπηλιές της γης από χιλιάδες χιλιάδων οσίων Πατέρων…

 

Σπείρεται ο λόγος του Θεού και γεννά εκατομμύρια από μάρτυρες, μεγαλομάρτυρες, ομολογητές και νεομάρτυρες. Και το απίστευτο. Γέννησε και παιδομάρτυρες.

 

Έχουμε λοιπόν και μέσα στον κόσμο, ακόμα και στην εποχή μας, κάθε κοινωνικής τάξεως και επαγγέλματος, πάσης ηλικίας και μορφώσεως, άντρες γυναίκες και παιδιά, που δίνουν τον καλό τους τον αγώνα και αγιάζουν μέσα απ’ αυτόν.

 

Ναι, αδελφοί μου, πλήθος αγίων γεννά κάθε μέρα ο λόγος του Θεού.

 

Κατ’ εξοχήν όμως ο Ευαγγελικός λόγος, ανέδειξε αγίους μοναχούς, ασκητάς, ησυχαστάς, ερημίτας, κελιώτας ακόμα και κοινοβιάτας.

 

Πάντοτε όμως ο λόγος του Θεού, θα γεννά και αγίους κληρικούς παντός βαθμού, διακόνους, πρεσβυτέρους, απλούς λεβήτας ενοριών, χωριών, πρεσβυτέρους, και νήσων, όπως και επισκόπους.

 

Γεννά ο λόγος του Θεού και μέσα από τους κεκοιμημένους, τους πεθαμένους, γονείς ή και παιδιά, που συνταράσσουν τις κοιμισμένες συνειδήσεις μας από τις σωτήριες ουράνιες επεμβάσεις τους, όπου προσφέρουν ζωντανά και παραστατικά, ή την φρίκη της κολάσεως ή την ωραιότητα και το κάλος του Παραδείσου και της Βασιλείας των Ουρανών.

 

(ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ, την παραβολήν του Σπορέως, 15.10.2006, 194-α)

 


 

 Ἐκ τς ερς Μονς