Από τα θαύματα του αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου

 1. Ο άγιος Δημήτριος σώζει την Θεσσαλονίκη τό 597 μ.Χ., από λοιμό

 


 

 

….Πριν από λίγο χρόνο ήλθε στην πόλη αυτή «θεήλατος οργή», η παμφάγος, παντοφθόρος και παντοφόνος, επειδή ενωρίτερα δεν συμμορφώθηκαν οι Θεσσαλονικείς προς το θέλημα του Θεού, μετά από μικρότερες μάστιγες που έπληξαν τα φυτά και τα ζώα. Ούτε, όταν μετέφερε την πληγή στα θηλάζοντα μικρά παιδιά, έγιναν οι κάτοικοι καλύτεροι. Το πνευματικό οίδημα, το οίδημα των ψυχών, δεν υποχώρησε ούτε με αυτήν την τομή, γι αυτό και επέτρεψε ο Θεός να επιπέσει στην πόλη ο σκληρός και ανυπόφορος καυτήρας της λοίμωξης, ο οποίος δεν έδειξε οίκτο ούτε για τα νήπια, ούτε για τις γυναίκες, ούτε για τους νέους, ούτε κάποια φειδώ για τους άνδρες που ήσαν απαραίτητοι για την άμυνα της πόλης, που δεινοπαθούσε από τις επιθέσεις των βαρβάρων.

 

           Όλοι αναρπάζονταν ορμητικά, από τα νήπια μέχρι τους άντρες, με εξαίρεση εκείνων που βρίσκονταν σε βαθιά γεράματα. Και αυτό για να φανεί ότι την φθορά δεν την προκάλεσε κάποια φυσική δυσκρασία του αέρα, που θα έπληττε πρώτα τους ηλικιωμένους, αλλά ο Κύριος καταστρέφονταν οι νέοι και ακμαίοι, ενώ διατηρούνταν οι γέροι που ήσαν στα πρόθυρα του τάφου και εβίωναν έτσι διπλό θάνατο με όσα συνέβαιναν. Όλες οι πύλες της πόλης ήσαν γεμάτες από τις ολοήμερες εκφορές των νεκρών. Σε όλα τα φέρετρα μετέφεραν περισσότερους από έναν νεκρούς, δύο και τρεις σε περίπτωση ανδρών και γυναικών και, αν ήσαν παιδιά, τέσσερα και πέντε. Πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι στα σπίτια, αφού δεν υπήρχαν υγιή συγγενικά πρόσωπα για να τους μεταφέρουν. Τραύματα δεν φαίνονταν πουθενά στα σώματα ξαφνικά ερχόταν ο θάνατος με βρύσες αίματος από το στόμα, σημάδι που έδειχνε ότι αυτός που το έπαθε θα πέθαινε. Στεναγμοί και πένθη απλωμένα παντού. Σε κάθε σπίτι οι νεκροί ήσαν περισσότεροι από τους ζωντανούς. Πολλοί έμεναν άταφοι και κάποιες φορές γίνονταν και βέβηλοι ενταφιασμοί ανοίγονταν παλαιοί τάφοι και γέμιζαν από πτώματα σωρηδόν κρυφά την νύκτα από ανθρώπους που δεν ήθελαν να μείνουν άταφοι οι δικοί τους.

 

            Μπροστά σ αυτόν τον κίνδυνο όλοι έφευγαν από τα σπίτια τους και κατέφευγαν στους ναούς, στους οίκους των Αγίων και οι περισσότεροι κατέφυγαν «εις τον ιαματικόν και φυλακτήριον οίκον του πανενδόξου μάρτυρος, και τοσούτοι ήσαν, τεκμαίρομαι ειπείν, ως μηδέ άλλον ένα χωρείν το άγιον τέμενος». Τέτοιος συνωστισμός υπήρχε στον ναό του Αγίου Δημητρίου, ώστε δεν χωρούσε ούτε ένας ακόμη. … Και κατά την διάρκεια της νύκτας εμφανιζόμενος ο Άγιος Δημήτριος εθεράπευε τους περισσοτέρους, και την άλλη ημέρα έφευγαν υγιείς μέσα από τον υγιόδωρο ναό του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου.

 

            Είναι συγκλονιστική η περιγραφή των συμπτωμάτων της λοίμωξης που συνόδευαν αυτούς που έμπαιναν στον ναό του Αγίου Δημητρίου. Άλλοι φλέγονταν από κακοήθεις πυρετούς με βουβονικά οιδήματα. Σε άλλους ανέβλυζαν από το στόμα βρύσες αιμάτων, σαν να είχαν σφαχθή αοράτως. Άλλων σάλεψε ο νους από τον έντονο υψηλό και συνεχή πυρετό και έμοιαζαν με μανιακούς. Μερικών καίγονταν τα εσωτερικά, χωρίς οι γιατροί να μπορούν να διαγνώσουν την αιτία. Τα φάρμακα που τους έδιναν δεν απέδιδαν την υγεία, αλλά ούτε κάποια προσωρινή ανακούφιση από τους πόνους. Σε άλλους ενέσκηψε μία παράξενη και αγνοούμενη από τους ιατρούς πάθηση είχαν σφοδρότατο πυρετό που τον άντεχαν μόνο επί οκτώ μέχρι δέκα ώρες και, όταν πέθαιναν, δεν μπορούσαν οι οικείοι ούτε να τους στολίσουν ή να τους λούσουν και να τους πλύνουν ή να τους μεταφέρουν σε άλλο τόπο, διότι τα μέλη διαλύονταν αμέσως, σαν να τα είχε κανείς συγκολλήσει με απλό κερί ή με απαλό έμπλαστρο.

 

         Η διήγηση περιλαμβάνεται στο Γ κεφάλαιο του Α Βιβλίου των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου που φέρει τον τίτλο «Διήγησις Θαυμάτων». Το πρώτο αυτό βιβλίο περιλαμβάνει δεκαπέντε κεφάλαια με ισάριθμα θαύματα. Το Γ κεφάλαιο που μας ενδιαφέρει εδώ επιγράφεται «Περί του λοιμού» και ο συγγραφεύς δηλώνει ότι είναι αυτόπτης μάρτυς, όπως και πολλών άλλων θαυμάτων του Βιβλίου. Συγγραφεύς είναι ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωάννης, ο οποίος αρχιεράτευσε στην Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 610-625, τα περιγραφόμενα δε στο Βιβλίο θαύματα συνέβησαν κατά την διάρκεια της αρχιερατείας του προκατόχου του Ευσεβίου κατά τα έτη 590-610. Η λοίμωξη συνέβη το 597.

 

ΠΗΓΗ: π. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητς Θεολογικς Σχολς Α.Π.Θ.

 

 


 

 

2.      Κάποιος Ιλλούστριος, αξιωματούχος που ήταν προϊστάμενος στον ναό του Αγίου, ήταν πολύ ενάρετος άνθρωπος. Αυτός, τον καιρό του πολέμου των Αβάρων επί βασιλέως Μαυρικίου, είδε (σε όραμα) δύο μεγαλόπρεπους άνδρες που ήρθαν στο ναό και ζήτησαν τον υπηρέτη να τους παρουσιάσει στον κύριο του οίκου.

 

Καθώς εκείνος τους έμπασε στο ναό, εμφανίσθηκε από τη λάρνακά του ο Άγιος και τους ρώτησε τι επιθυμεί ο Βασιλεύς. Εκείνοι του αποκρίθηκαν ότι ο Βασιλεύς διατάζει την αγιωσύνη σου να αφήσεις την πόλη και να πας προς εκείνον, διότι η πόλη θα πέσει στους εχθρούς. Όταν άκουσε τα λόγια αυτά, ο Άγιος δάκρυσε και έγειρε το κεφάλι και έμεινε πολλή ώρα άφωνος από το βάρος της λύπης για όσα άκουσε, και ο υπηρέτης είπε στους δυο άνδρες: «Αδελφοί, αν ήξερα ότι η παρουσία σας θα δυσαρεστούσε τόσο πολύ τον κύριό μου, δεν θα σας οδηγούσα σ’ αυτόν». Και τότε μόνο ο Άγιος είπε: «Αλήθεια, αυτό θέλησε; Αυτό επιθυμεί ο Κύριος και Δεσπότης των όλων, μία τέτοια πόλη που την εξαγόρασε με το αίμα του να την αφήσει στα χέρια εκείνων που δεν τον γνωρίζουν;»

 

           Όταν εκείνοι απάντησαν ότι αυτό ήταν το θέλημά Του, ο συμπαθέστατος Μάρτυρας τους είπε να πάνε την ακόλουθη απόκριση στον Δεσπότη: «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, ότι πάντα νικούν την αγανάκτησή σου, που την υποδαυλίζουν οι αμαρτίες μας. Γνωρίζω ότι συ έδωσες τη ζωή σου για τους αμαρτωλούς κι έχυσες το αίμα σου γι’ αυτούς, και ότι η καλοσύνη σου δεν εμποδίζεται από τις αμαρτίες μας. Κι επειδή έβαλες κι εμένα φύλακα αυτής της πόλης, θα μιμηθώ εσένα τον Δεσπότη: θα θυσιάσω την ψυχή μου γι’ αυτούς, κι αν χαθούν θα χαθώ μαζί τους, διότι η πόλη επικαλείται το όνομά σου και οι άνθρωποί της δεν απομακρύνθηκαν από σένα, αν και αμάρτησαν, και διότι συ είσαι Θεός των μετανοούντων». Και τότε οι άνδρες είπαν: «Αυτά να πούμε στον Βασιλέα που μας έστειλε;», κι εκείνος απάντησε «Αυτά να πείτε», και μόλις τα είπε ξαναγύρισε στο κοιμητήριό του και έκλεισε το ιερό κιβώτιο μπροστά στους αγγελιοφόρους, που αναχώρησαν.

 

    Όταν είδε και άκουσε αυτά ο ιερός Ιλλούστριος, βγήκε αμέσως και έτρεξε να ενθαρρύνει όσους είχαν μείνει στην πόλη, που ήσαν κατατρομαγμένοι από την προηγηθείσα λοιμώδη νόσο και την έφοδο των εχθρών και βρίσκονταν σε αμηχανία και αδράνεια, και τους έπεισε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και ότι θα σωθούν με τη δική του πρεσβεία. Και αυτό απέδειξε στη συνέχεια η εξέλιξη των γεγονότων.

 

ΠΗΓΗ: Από την αφήγηση του Συμεών του Μεταφραστού για τον Άγιο Δημήτριο, όπως παρατίθεται στο Μηναίο του Οκτωβρίου, σε ελεύθερη διασκευή.

 

 


 

κ τς ερς Μονς