Δεῦρο Μάρτυς Χριστοῦ πρὸς ἡμᾶς, σοῦ δεομένους, συμπαθοῦς ἐπισκέψεως· καὶ ῥῦσαι κεκακωμένους, τυραννικαῖς ἀπειλαῖς, καὶ δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως· ὑφ' ἧς ὡς αἰχμάλωτοι, καὶ γυμνοὶ διωκόμεθα, τόπον ἐκ τόπου, συνεχῶς διαμείβοντες, καὶ πλανώμενοι, ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσιν. Οἴκτειρον οὖν πανεύφημε, καὶ δὸς ἡμῖν ἄνεσιν, παῦσον τὴν ζάλην καὶ σβέσον, τὴν καθ' ἡμῶν ἀγανάκτησιν, Θεὸν ἱκετεύων, τὸν παρέχοντα τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
{Δηλαδή: «Έλα, μάρτυρα του Χριστού, σ’ εμάς πού έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη, και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες και από τη δεινή μανία της αίρέσεως, πού μας κατατρέχει, σαν να ‘μαστε σκλάβοι, και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε, κι αλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο, και πλανιόμαστε σαν τ’ αγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε και δός μας ανάπαυση, πάψε τη ζάλη και σβύσε την αγανάκτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας τον Θεό, πού δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος».} (απόδοση: Φ. Κόντογλου)
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νέστορος.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς