«…Ὦ, τί παράδοξο θαῦμα! Ἡ πηγή τῆς ζωῆς σέ μνῆμα ἀποθέτεται, κι ὁ τάφος σκάλα γίνεται πού πάγει στόν ούρανό. Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, ἡ ἁγιασμένη ἐκκλησιά τῆς Θεοτόκου. Ἄς κράξουμε οἱ πιστοί, ἔχοντες τόν Γαβριήλ γιά ταξίαρχο: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, με σένα εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ σένα τό μέγα ἔλεος.
Την Κοίμησή σου δοξάζουνε Ἐξουσίες, Θρόνοι, Ἀρχές, Κυριότητες, Δυνάμεις και Χερουβίμ και τα φρικτά Σεραφείμ. Ἀναγαλλιάζουνε οι ἄνθρωποι στολισμένοι για τη γιορτή σου. Προσκυνᾶνε οἱ βασιλιάδες, μαζί με τους Ἀρχαγγέλους και τους Ἀγγέλους, και ψέλνουνε: Κεχαριτωμένη χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, που δωρίζει στόν κόσμο μέ σένα τό μέγα έλεος.
Στολισμένη μέ τή θεϊκή δόξα η ἱερή και δοξασμένη, Παρθένε, μνήμη σου, κι’ ὅλους τους πιστούς τους σύναξε γιά να εὐφρανθοῦνε, και μπροστά ἀπ’ όλους πηγαίνει ἡ Μαριάμ με χορό και μέ τύμπανα ψέλνοντας τόν μονογενῆ σου, γιατί μέ δόξα δοξάσθηκε.
Τους δικούς σου ὑμνολόγους, Θεοτόκε, που συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, ἐσύ που εἶσαι ζωντανή κι’ ἄφθονη πηγή, στερέωσέ τους. Και στή θεϊκή δόξα σου ἀξίωσέ τους με στεφάνια δόξας να στεφανωθοῦνε.
Νικηθήκανε τῆς φύσης οἱ νόμοι σὲ σένα, Παρθένε ἄχραντε. Γιατί σέ σένα παρθενεύει ἡ γέννα, καί μέ τή ζωή σμίγει ὁ θάνατος. Ἐσύ πού ἀπόμεινες μετά τή γέννα Παρθένος καί μετά θάνατο ζωντανή, σῶζε παντοτινά, Θεοτόκε, τήν κληρονομία σου…».
«Ἐπὶ σοί Χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις»
«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χεὶρ ἀμυήτων χείλη δὲ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνὴν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή».
«Ἐσένα ποὺ εἶσαι ζωντανὴ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ σὲ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλὰ χείλια πιστὰ ἂς ψάλλουνε δίχως νὰ σωπάσουνε τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ πεῖ τὴ φωνὴ τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ποὺ εἶπε «εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ») κι ἂς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».
Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιὸ πολλοὶ σήμερα, τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ προσπέσουμε μὲ δάκρυα καυτερὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Θεόδωρο Δούκα τὸ Λάσκαρη, ποὺ σύνθεσε μὲ συντριμμένη καρδιὰ τὸν μέγα Παρακλητικὸ κανόνα:
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σὰν τὰ μελίσσια ποὺ τριγυρίζουνε γύρω στὴν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μὲ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καὶ πέσανε ἀπάνω στὴν καρδιά μου καὶ τὴν κατατρυπᾶνε μὲ τὶς φαρμακερὲς σαγίτες τους.
Ἄμποτε, Παναγiα μου, νὰ σὲ βρῶ βοηθό, νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὰ βάσανα». Μὰ ποιὸς ἀπὸ μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι’ ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Γυρεύουμε βoήθεια ἀπὸ τὸ κάθε τί, παρεκτός ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τί βοήθεια μποροῦνε νὰ δώσουνε στὸν ἄνθρωπο τὰ εἴδωλα τὰ λεγόμενα «ἐπιστήμη» καὶ «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ ἀναχωρητὴς λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους ποὺ πορεύονται oἱ ἄνθρωποι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο δὲv βρίσκουνε σὲ κανένα τὴν εἰρήνη, ὡς ποὺ vά σιμώσουμε στὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Μὰ ἀλλοίμονο! οἱ πιὸ πολλοὶ ἄvθρωποι εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δὲν ἔχει τὴν πίστη μέσα στὴν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια.
Γι’ αὐτὸ κι’ ὁ ὑμνογράφος ποὺ εἴπαμε, λέγει στὴν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμὴ προστασία, καὶ τὴν βοήθειαν δὸς μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καὶ ἀθλίῳ».
ΠΗΓΗ: Κοίμηση της Θεοτόκου. Απόσπασμα. Φ. Κόντογλου- 5 Μελετήματα για τον πεζογράφο και καλλιτέχνη, εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων»,
Αθήνα 1975, σελ. 54-57.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς