Η Πόλις εάλω!

 Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως πραγματοποιήθηκε την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453, κατά την οποίαν με μαρτυρικό τρόπο έπεσαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Κωνσταντίνου Πόλεως, με τον τελευταίο μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο. Στην ιταμή πρόταση του Μωάμεθ Β' για την παράδοση της Πόλης, η ιστορική απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήταν γενναία:

 

«Τ δ τν πόλιν σοι δοναι, οτ’ μόν στιν οτ’ λλου τν κατοικούντων ν ταύτ· κοιν γρ γνώμ πάντες ατοπροαιρέτως ποθανομεν κα ο φεισόμεθα τς ζως μν». (=Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε στις δικές μου προθέσεις είναι ούτε σε κανενός άλλου απ’ όσους κατοικούν σε αυτή, γιατί όλοι με κοινή απόφαση (που πήραμε) με τη δική μας αβίαστη θέληση θα πεθάνουμε και δεν θα υπολογίσουμε τη ζωή μας" )(Γ. Φραντζής)  

 

 


 

Και η «ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ!»

 

«Οι 'Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση. Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγιά Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Άλλοι πάλι σ’ άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Έλληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μην δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους." (Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, πόδείξεις στοριν)

 

Στις 29 Μαΐου του 1453, η Βασιλεύουσα Πόλη Κωνσταντινούπολις αλώθηκε και έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε, ο Ναός της Αγίας Σοφίας, έπαυσε να λειτουργεί και μετετράπη σε τέμενος των Τούρκων. Οι τοιχογραφες της Αγίας Σοφίας καλύφθηκαν από ασβέστη και μόνο η Πλατυτέρα δεν δέχτηκε να καλυφτεί και στέκει εκεί μέχρι σήμερα με ακάλυπτο το πρόσωπο και ορθάνοικτα τα μάτια και φυλάει την Πόλη της. Η  προσήλωση των Βυζαντινών στη Θεοτόκο ήταν γνωστή. Από την εποχή ακόμη του «Εν τούτω νίκα» μέχρι των μαρτυρικών ημερών της Αλώσεως, η Θεομήτωρ αποτέλεσε αντικείμενο βαθύτατης πίστεως και ύψιστης λατρείας εκ μέρους του λαού. Μετά την Άλωση της Πόλης, η λαϊκή μούσα στράφηκε προς τη Θεοτόκο για να βρει παρηγοριά για την πτώση του Βυζαντίου:  

        

“Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις,

πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι…”

 

Πολλοί θρήνοι γράφηκαν και μελοποιήθηκαν για το μέγα γεγονός της Πτώσης του Βυζαντίου. Το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι «τς γιά-Σοφις» εναι παλαιότερος θρήνος για την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Πιθανόν να προέρχεται από την Κρήτη. Βρέθηκε σε χειρόγραφό του 15ου αιώνα· ο τίτλος ήταν: «νακάλημα τς Κωνσταντινούπολης». Ανήκει στη δεύτερη περίοδο (1453-1821) της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και στο ιστορικό είδος. Στην παρακάτω μορφή του δημοσιεύτηκε το 1914 από τον Ν. Πολίτη στην συλλογή του «κλογα π τ τραγούδια το λληνικο Λαο».

 

Σημαίνει Θεός, σημαίνει γς, σημαίνουν τ πουράνια,

σημαίνει κι γιά-Σοφιά, τ μέγα μοναστήρι,

μ τετρακόσια σήμαντρα κι ξήντα δυ καμπάνες,

κάθε καμπάνα κα παπς, κάθε παπς κα διάκος.

 

Ψάλλει ζερβ βασιλιάς, δεξι πατριάρχης,

κι π᾿ τν πολλ τν ψαλμουδι σειόντανε ο κολόνες.

Ν μπονε στ χερουβικ κα νά βγει βασιλέας,

φων τος ρθε ξ ορανο κι π᾿ ρχαγγέλου στόμα:

«Πάψετε τ χερουβικ κι ς χαμηλώσουν τ᾿ για,

παπάδες πρτε τ ερ κα σες κερι σβησττε,

γιατί ναι θέλημα Θεο Πόλη ν τουρκέψει.

 

Μόν᾿ στελτε λόγο στ Φραγκιά, ν ρθον τρία καράβια,

τό να ν πάρει τ σταυρ κα τ᾿ λλο τ βαγγέλιο,

τ τρίτο τ καλύτερο, τν για Τράπεζά μας,

μ μς τν πάρουν τ σκυλι κα μς τ μαγαρίσουν».

 

 

Δέσποινα ταράχτηκε κα δάκρυσαν ο εκόνες.

«Σώπασε κυρ Δέσποινα, κα μ πολυδακρύζς, 

πάλι μ χρόνους, μ καιρούς, πάλι δικά μας θά ’ναι».

 


 

 

Οι Έλληνες του Βυζαντίου προτίμησαν να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπία τους, να μην αλλοιωθούν ως λαός και να αγωνισθούν για την Πίστη και την ελευθερία τους από την πρώτη ημέρα μετά την Άλωση. Ο μακραίων αυτός αγώνας, που ποτίστηκε  από άφθονο αίμα πολλών ιερομαρτύρων – εθνομαρτύρων και πολλών περιπετειών, ωρίμασε το 1821…

 

Και σήμερα οι Έλληνες είμαστε μπροστά σε ανάλογο δίλημμα: Θα διατηρήσουμε την ταυτότητά μας, την Παράδοσή μας, την Πίστη μας ή θα προτιμήσουμε να αφομοιωθούμε από τη Δύση, με τα ψεύτικα μηνύματα της παγκοσμιοποίησης;

 


 

 

κ τς ερς Μονς