Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡμέρα τῶν Ἁγίων Παθῶν, ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἄρχιζε ἀπό τό ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης καί διαρκοῦσε ὅλη τήν νύκτα, διότι καί ἡ σύλληψη καί ἡ δίκη καί οἱ ἐμπαιγμοί τοῦ Κυρίου ἔγιναν κατά τήν νύκτα αὐτή. Σήμερα ἡ Ἀκολουθία αὐτή τελεῖται συντομώτερα κατά τίς ἑσπερινές ὥρες τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς Ἀκολουθίας εἶναι τά Δώδεκα Εὐαγγέλια, τά ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται σ’ αὐτή. Ἀπό αὐτά τό μέν πρῶτο —ὀνομάζεται Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης— περιλαμβάνει τίς ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου πρός τούς Μαθητές καί τήν ἀρχιερατική προσευχή Του, τά δέ ἄλλα ἐξιστοροῦν τήν σύλληψη, τήν δίκη, τά Πάθη, τόν σταυρικό θάνατο καί τήν ταφή τοῦ Κυρίου καί τό τελευταῖο τήν ἀσφάλιση τοῦ τάφου ἀπό τήν Κουστωδία (τούς Στρατιῶτες). Ἄλλο χαρακτηριστικό εἶναι ἡ ἀρχαιότατη ὁμάδα τῶν 15 ἀντιφώνων, τά ὁποῖα ψάλλονται ἀνά τρία μεταξύ τῶν ἕξι πρώτων Εὐαγγελίων. Στήν ἀρχή τοῦ ιε’ ἀντιφώνου ὁ Ἱερεύς ἀπαγγέλλοντας τό Δοξαστικό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» λιτανεύει τόν Ἐσταυρωμένο καί τόν τοποθετεῖ στό μέσο τοῦ Ναοῦ πρός προσκύνηση ἀπό τούς πιστούς.
Ἡ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς κλείνει με το περίφημο δοξαστικό «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ως ἰμάτιον…», ἕνα ἀπό τὰ ὑπέροχα ποιητικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ένας συγκλονιστικός ἐπιτάφιος θρῆνος τοῦ Ἰωσήφ, μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ.
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν∙ Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο καί διεῤῥήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω σε δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. Πῶς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά πάθη σου, ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν σου σύν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».
(=Ὅταν ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο, κατέβασε ἀπό τό ξύλο ἐσένα, πού φορᾶς σάν ἱμάτιο τό φῶς, καί σέ εἶδε νεκρό, γυμνό καί ἄταφο, ἀναλαβών θρῆνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας ἔλεγε: Ἀλίμονο σ᾽ ἐμένα, γλυκύτατε Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ ἥλιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό σκοτάδι καί ἡ γῆ ἀπό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ. Ἀλλ᾽ ὅμως τώρα κατανοῶ ὅτι γιά μένα ὑπέστης θάνατο. Πῶς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; Ἤ πῶς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια; Μέ ποιά τραγούδια θά ψάλλω κατά τήν ἐκφορά σου, εὐσπλαχνικέ Κύριε; Δοξολογῶ τά πάθη σου, ἀπευθύνω ὕμνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν Ἀνάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.)