Μεγάλη Παρασκευή 2021

Μεγάλη Παρασκευή εναι μέρα τν γίων Παθν, κολουθία το ρθρου τς  Μεγάλης Παρασκευς, ρχιζε πό τό σπέρας τς  Μ. Πέμπτης καί διαρκοσε λη  τήν  νύκτα, διότι καί σύλληψη καί δίκη καί ο μπαιγμοί το Κυρίου γιναν κατά τήν νύκτα ατή. Σήμερα κολουθία ατή τελεται συντομώτερα κατά τίς σπερινές ρες τς  Μεγάλης Πέμπτης. Τό διαίτερο χαρακτηριστικό τς κολουθίας εναι τά Δώδεκα Εαγγέλια, τά ποα ναγιγνώσκονται σ’ ατή. πό ατά τό μέν πρτο —νομάζεται Εαγγέλιο τς Διαθήκης— περιλαμβάνει τίς ποθκες το Κυρίου πρός τούς Μαθητές καί τήν ρχιερατική προσευχή Του, τά δέ λλα ξιστορον τήν  σύλληψη, τήν δίκη, τά Πάθη, τόν σταυρικό θάνατο καί τήν ταφή το Κυρίου καί τό τελευταο τήν σφάλιση το τάφου πό τήν Κουστωδία (τούς Στρατιτες). λλο χαρακτηριστικό εναι ρχαιότατη μάδα τν 15 ντιφώνων, τά ποα ψάλλονται νά τρία μεταξύ τν ξι πρώτων Εαγγελίων. Στήν ρχή το ιε’ ντιφώνου ερεύς παγγέλλοντας τό Δοξαστικό «Σήμερον κρεμται πί ξύλου» λιτανεύει τόν σταυρωμένο καί τόν τοποθετε στό μέσο το Ναο πρός προσκύνηση πό τούς πιστούς.

 

 


 

κολουθία τς Μεγάλης Παρασκευς κλείνει με το περίφημο δοξαστικό «Σ τν ναβαλλόμενον τ φς ως μάτιον…», να πό τ πέροχα ποιητικά κείμενα τς κκλησίας μας, πού εναι ένας συγκλονιστικός πιτάφιος θρνος το ωσήφ, μαθητ το Χριστο.

 

 

«Σέ τόν ναβαλλόμενον τό φς σπερ μάτιον καθελών ωσήφ πό το ξύλου σύν Νικοδήμ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ταφον, εσυμπάθητον θρνον ναλαβών, δυρόμενος λεγεν∙ Ομοι, γλυκύτατε ησο! ν πρό μικρο λιος ν σταυρ κρεμάμενον θεασάμενος ζόφον περιεβάλλετο καί γ τ φόβ κυμαίνετο καί διεῤῥήγνυτο ναο τό καταπέτασμα· λλ δού νν βλέπω σε δι μέ κουσίως πελθόντα θάνατον. Πς σε κηδεύσω, Θεέ μου; πς σινδόσιν ελήσω; Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν κήρατον σμα; ποα σματα μέλψω τ σ ξόδ οκτίρμον; Μεγαλύνω τά πάθη σου, μνολογ καί τήν ταφήν σου σύν τ ναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».

 


 

 

(=ταν ωσήφ μαζί μέ τό Νικόδημο, κατέβασε πό τό ξύλο σένα, πού φορς σάν μάτιο τό φς, καί σέ εδε νεκρό, γυμνό καί ταφο, ναλαβών θρνο γεμάτο συμπάθεια καί κλαίοντας λεγε: λίμονο σ μένα, γλυκύτατε ησο! Πρίν πό λίγο λιος, βλέποντάς σε νά κρέμεσαι στό σταυρό, ντύθηκε στό σκοτάδι καί γ πό τό φόβο της κλονιζόταν καί σχίστηκε σέ δύο τό καταπέτασμα το ναο. λλ μως τώρα κατανο τι γιά μένα πέστης θάνατο. Πς νά σέ κηδεύσω, Θεέ μου; πς νά σέ τυλίξω σέ σεντόνια; Μέ ποιά τραγούδια θά ψάλλω κατά τήν κφορά σου, εσπλαχνικέ Κύριε; Δοξολογ τά πάθη σου, πευθύνω μνους στήν ταφή σου μαζί μέ τήν νάστασή σου, κραυγάζοντας: Κύριε, δόξα σοι.)

 

 





 

 

κ τς ερς Μονς