Ο νεομάρτυρας Ευγένιος Ροντιόνωφ (1977-1996)

 Στην εποχή μας, πνεύμα ομολογίας, φλογερής πίστης και αγάπης στον Χριστό εμπνέει το μαρτύριο του αγίου Ευγενίου, ο οποίος προτίμησε να μαρτυρήσει παρά να αφαιρέσει τον Σταυρό από τον λαιμό του.

 

 


 

Γεννήθηκε στις 23 Μαϊου 1977 στο Κουρίλοβο της Μόσχας, μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίσθηκε χριστιανός. Η γιαγιά πήρε τον Ευγένιο όταν ήταν 12 χρονών και τον πήγε στην εκκλησία. Εκεί εξομολογήθηκε και στη συνέχεια μετάλαβε. Στην εξομολόγηση ο ιερέας πρόσεξε ότι το παιδί δεν φορούσε Σταυρό κι έτσι του φόρεσε έναν, τον οποίον ο Ευγένιος από εκείνη τη στιγμή δεν τον έβγαλε ποτέ από πάνω του, παρόλο που η μητέρα του Λιουμπόβ (στα ρωσικά σημαίνει «Αγάπη»), τον συμβούλευσε να τον βγάλει, γιατί θα τον κορόιδευαν οι συμμαθητές του. Ο Ευγένιος δεν απάντησε κι ούτε όμως την υπάκουσε.

 

Στις 25/6/1995 παρουσιάστηκε στο Στρατό και στις 13/1/1996, τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ιγκουερίνας. Ένα μήνα μετά, στις 13/2/1996, αιχμαλωτίστηκε. Η στρατιωτική υπηρεσία έστειλε τέσσερις στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο, να κάνουν ελέγχους στα αυτοκίνητα που διέρχονταν από έναν δρόμο. Δυστυχώς, οι αρμόδιοι έστειλαν τους στρατιώτες χωρίς να υπάρχει σχετική οργάνωση και καμιά ασφάλεια. Από το δρόμο περνούσαν συχνά Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, αιχμαλώτους και ναρκωτικά. Τη νύχτα (3.00) εκείνη, πέρασε από εκείνο το δρόμο ένα ασθενοφόρο.

 

Όταν οι στρατιώτες το σταμάτησαν για έλεγχο, ξαφνικά μέσα από αυτό πετάχτηκαν δέκα πάνοπλοι Τσετσένοι. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Τσετσένοι συνέλαβαν και τους τέσσερις στρατιώτες. Στις 4π.μ., όταν ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς, κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού ενημέρωσε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους. Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε ότι πρόκειται για αιχμαλωσία, και πήγε με κίνδυνο της ζωής της στην πόλη Χαγκάλα της Τσετσενίας, για να βρει το παιδί της. Εκεί ήρθε σε επαφή με αρχηγούς διαφόρων αντάρτικων ομάδων της Τσετσενίας, να μάθει για την τύχη του Ευγένιου. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν ότι ο γιος της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα, προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν από αυτήν. Εκείνον τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10.000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50.000 (!). Όταν κατάλαβαν ότι δεν θα κέρδιζαν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του πήγε παντού ψάχνοντάς τον, διέσχισε χωριά, ναρκοθετημένους δρόμους, μέτωπα συγκρούσεων, και, όπως η ίδια λέει, «πέρασα από όλους τους κύκλους του άδη».

 

Το μαρτύριο του Ευγένιου στην αιχμαλωσία άρχισε όταν είδαν ότι φορά Σταυρό. Προσπάθησαν να τον αναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του, να γίνει μουσουλμάνος και δήμιος άλλων ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος αρνήθηκε τις προτάσεις παρά τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια. Κι επειδή δεν κατάφεραν να τον κάμψουν, παρόλο που ορκίσθηκαν στον Αλλάχ ότι θα τον αφήσουν να ζήσει, στις 23 Μαϊου 1996, πρώτα σκότωσαν τους τρεις συναιχμαλώτους του και μετά τον έσφαξαν με μαχαίρι, κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν τον Σταυρό από το λαιμό του.

 

Τελικά, η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες. Οι Τσετσένοι ζήτησαν 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας του και τα βασανιστήρια. Οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: «εάν ο γιος σου γινόταν σαν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε». Στις 20/11/1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο. Σε λίγες μέρες ο πατέρας του Ευγένιου πέθανε, δίπλα στο μνήμα από τη λύπη του. Αμέσως, σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται με πύρινο μανδύα και να κάνει θαύματα. Η Εκκλησία δεν έχει ακόμα κατατάξει στο αγιολόγιο τον νεομάρτυρα Ευγένιο αλλά αναμένεται και δεν θα αργήσει πολύ.

 


 

 

κ τς ερς Μονς