«Τῇ Τετάρτῃ ἑσπέρας τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, ἀναγινώσκομεντὸ Μικρὸν Ἀπόδειπνον ὡς συνήθως, ἀμέσως δὲ μετὰ τὸ Πιστεύω καὶ τὸ Ἄξιόν ἐστιν ἀρχόμεθα ψάλλοντες τὸν Μέγαν Κανόνα, μετὰ στίχου εἰς ἕκαστον τροπάριον· Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Τον Μεγάλο Κανόνα συνέθεσε ο Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, εξέχουσα μορφή της εκκλησιαστικής ποίησης. Ο Κανόνας αυτός είναι ύμνος βαθιάς συντριβής και συγκλονιστικής μετανοίας. Ο άνθρωπος, που αισθάνεται το βάρος της αμαρτίας· που γεύεται την πικρία της ζωής μακριά από τον Θεό · που κατανοεί τις τραγικές διαστάσεις της αλλοτριώσεως της ανθρώπινης φύσεως στην πτώση και την αποστασία της από τον Θεό, συντρίβεται, κατανύσσεται. Αναστενάζει βαθιά και ξεσπά σε θρήνο γοερό. Έναν θρήνο που σώζει, διότι ανοίγει τον δρόμο της μετανοίας. Τον δρόμο που επαναφέρει την ανθρώπινη ύπαρξη κοντά στον Θεό, την πηγή της αληθινής ζωής και το πλήρωμα της άρρητης χαράς και ευφροσύνης.
Το περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνα
«Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον Μ. Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ, του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί την πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη. Στη ενάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη.
Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π.Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους. Ψάλλεται σε ήχο πλ. του β΄. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και εκφραστής του πένθους και της συντριβής».
Πηγή: Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη, 1971. Ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Εκδ. Αποστ. Διακονίας – Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια).
ᾨδὴ α´. Ἦχος πλ. β´.
Μετανοίας ὁ καιρός· προσέρχομαί σοι, τῷ Πλαστουργῷ μου· ἆρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς παραπτωμάτων ἄφεσιν.
Μὴ βδελύξῃ με, Σωτήρ, μὴ ἀπορρίψῃς τοῦ σοῦ προσώπου· ἆρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μοι δὸς παραπτωμάτων ἄφεσιν.
Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος πλ. β´.
Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς