Λόγος στον Εσπερινό της συγχωρήσεως

 Πρέπει, αδελφοί και αδελφές μου, να έχουμε χαραγμένο στην καρδιά μας και να θυμόμαστε πάντα τον λόγο του Χριστού: «Ἐὰν γρ φτε τος νθρποις τ παραπτματα ατν, φσει κα μν πατρ μν ορνιος· ἐὰν δ μ φτε τος νθρποις τ παραπτματα ατν, οδ πατρ μν φσει τ παραπτματα μν» (Μτ. 6, 14-15). Είναι πολύ φοβερά αυτά τα λόγια του Κυρίου. Αν δεν συγχωρούμε τα παραπτώματα του πλησίον μας τότε και ό Χριστός, στη Φοβερά του Κρίση, θα μας βάλει στα αριστερά του· δεν θα μας αφήσει τις αμαρτίες μας, διότι και εμείς δεν αφήναμε τα παραπτώματα του πλησίον μας. Βλέπετε, πραγματικά είναι φρικτό πράγμα να μην συγχωρούμε τους ανθρώπους.

 


 

Στους βίους των αγίων υπάρχουν αρκετά παραδείγματα ανθρώπων που τιμωρήθηκαν επειδή δεν ήθελαν να συγχωρήσουν. Γνωρίζουμε ένα παράδειγμα από το βίο του μάρτυρα Νικηφόρου. Υπήρχε έχθρα μεταξύ αυτού και του πρεσβυτέρου Σαπρικίου, με τον οποίον κάποτε ήταν πολύ καλοί φίλοι. Όμως, όπως συχνά γίνεται, ο διάβολος με τις πανουργίες του κατέστρεψε αυτή τη φιλία. Ήταν καιρός που γινόταν σφοδρός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο πρεσβύτερος Σαπρίκιος συνελήφθη, τον βασάνισαν και τελικά τον οδήγησαν σε μαρτύριο. Όταν πήγαν να τον εκτελέσουν ο Νικηφόρος τον ακολουθούσε, έπεφτε μπροστά του και τον ικέτευε λέγοντας: «Μάρτυρα του Χριστού, συγχώρησε με». Ο Σαπρίκιος όμως δεν ήθελε να τον συγχωρήσει. Όταν έφτασαν στον τόπο του μαρτυρίου ό Σαπρίκιος ξαφνικά είπε: «Μην με αποκεφαλίζετε. Αρνούμαι τον Χριστό». Έτσι αρνήθηκε τον Χριστό του και χάθηκε η ψυχή του. Την θέση του πήρε ό Νικηφόρος, ο όποιος έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το τσεκούρι του δημίου, μαρτύρησε και δοξάστηκε στους Ουρανούς. Τρομερό, πραγματικά τρομερό γεγονός. Και νομίζω ότι πρέπει να ταράξει αυτούς που δεν θέλουν να συγχωρούν τον πλησίον τους.

 

Θυμηθείτε τον Κύριο που συγχωρούσε όλους: συγχώρησε τον ληστή πάνω στο Σταυρό, τον τελώνη, την πόρνη, που έβρεξε με τα δάκρυά της τα πόδια του και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ας θυμηθούν αυτοί που δεν θέλουν να συγχωρούν την παραβολή του κακού δούλου που ο βασιλιάς τού χάρισε το πολύ μεγάλο χρέος του. Εκείνος, όμως, μόλις βγήκε από τον βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του που του όφειλε ένα μικρό ποσό, τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει, λέγοντας του: «ξόφλησέ μου το χρέος».

 

Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ. Πήγαν και το διηγήθηκαν στον κύριό τους. Τότε ο βασιλιάς τον κάλεσε και του είπε: «Δολε πονηρ, πσαν τν φειλν κενην φκ σοι, πε παρεκλεσς με· οκ δει κα σ λεσαι τν σνδουλν σου, ς κα γ σε λησα; κα ργισθες κριος ατο παρδωκεν ατν τος βασανιστας ως ο ποδ πν τ φειλμενον ατ»(Μτ.18, 32-34).

 

Φοβερός είναι αυτός ό λόγος. Μας παροτρύνει να είμαστε ελεήμονες, σπλαχνικοί και να συγχωρούμε τους άλλους. Εμείς όμως πολύ συχνά γινόμαστε άσπλαχνοι και δεν συγχωρούμε τον πλησίον. Αντίθετα, πρέπει να τον σπλαχνιζόμαστε, διότι είναι ασθενής. Ασθενεί η ψυχή του και υποφέρει από μίσος. Γι’ αυτό δεν πρέπει αυτόν να μισούμε, αλλά τον διάβολο και τους δαίμονες, που φαρμάκωσαν με την κακία τους την καρδιά του και τον έκαναν άσπλαχνο και σκληρό. Αν τυχόν θα απαντήσουμε και εμείς με προσβολή στην προσβολή και θ’ ανάψει στην καρδιά μας η φλόγα του μίσους, τότε ας σταματήσουμε και ας σκεφτούμε λιγάκι: και ποιος είμαι εγώ που τον μισώ, είμαι μήπως καλύτερος απ’ αυτόν; Δεν είμαι και εγώ γεμάτος αμαρτία; Τότε γιατί τον μισώ; Και αμέσως θα ηρεμήσει η καρδιά μας. Ο καλός λόγος θα σβήσει το μίσος. Έτσι πρέπει να ενεργούμε. Να είμαστε επιεικείς  απέναντι των αδελφών μας που πάσχουν από κακία και ασθενούν, τρέφοντας μίσος εναντίον μας. Με το έλαιο της Αγάπης να μαλακώνουμε την καρδιά τους που αιχμαλωτίστηκε από τους δαίμονες και δουλεύει σ’ αυτούς.

 

Αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο Κύριος ζητά να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον. Και πρώτος εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγγνώμη. «Συγχωρήστε, πατέρες και αδελφοί, τις αμαρτίες που έκανα σ’ αυτή την ημέρα και σ’ όλες τις ημέρες της ζωής μου!».

 

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014 (απόσπασμα)

 


 

 

 

Μέγα Προκεμενον. χος πλ. δ’.

Μ ποστρψς τ πρσωπν σου π το παιδς σου, τι θλβομαι, ταχ πκουσν μου, πρσχες τ ψυχ μου, κα λτρωσαι ατν.

 

 

Στιχηρ Κατανυκτικ

χος β’. Τν πρ νον δωρεν

Τν τς Νηστεας καιρν, φαιδρς παρξμεθα, πρς γνας πνευματικος αυτος ποβλλοντες, γνσωμεν τν ψυχν, τν σρκα καθρωμεν, νηστεσωμεν σπερ ν τος βρμασιν κ παντς πθους, τς ρετς τρυφντες το Πνεματος, ν ας διατελοντες πθ, ξιωθεημεν πντες, κατιδεν τ πνσεπτον Πθος Χριστο το Θεο, κα τ γιον Πσχα, πνευματικς ναγαλλιμενοι.

 


 

 

κ τς ερς Μονς