«Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7, 7)

  – Γροντα, γιατ πρπει ν ζητμε π τν Θε ν μς βοηθη, φο ξρει τς νγκες μας;

 

 – Γιατ πρχει λευθερα. Κα μλιστα, ταν πονμε γι τν πλησον μας κα Τν παρακαλομε ν τν βοηθση, πολ συγκινεται Θες, γιατ ττε πεμβανει, χωρς ν παραβιζεται τ ατεξοσιο. Θες χει λη τν καλ διθεση ν βοηθση τος νθρπους πο ποφρουν. Γι ν τος βοηθση μως, πρπει κποιος ν Τν παρακαλση. Γιατ, ν βοηθση κποιον, χωρς κανες ν Τν παρακαλση, ττε διβολος θ διαμαρτυρηθ κα θ π: «Γιατ τν βοηθς κα παραβιζεις τ ατεξοσιο; φο εναι μαρτωλς, νκει σ᾿ μνα». δ βλπει κανες κα τν μεγλη πνευματικ ρχοντι το Θεο, πο οτε στν διβολο δνει τ δικαωμα ν διαμαρτυρηθ. Γι' ατ θλει ν Τν παρακαλομε, γι ν πεμβανη – κα θλει Θες ν πεμβανη μσως, ν εναι γι τ καλ μας –, κα ν βοηθη τ πλσματ Του νλογα μ τς νγκες τους. Γι τν κθε νθρωπο νεργε ξεχωριστ, πως συμφρει στν καθναν καλτερα.

 


 

 

Θες λοιπν λλ κα ο γιοι γι ν βοηθσουν, πρπει διος νθρωπος ν τ θλη κα ν τ ζητ, λλις δν πεμβανουν. Χριστς ρτησε τν παρλυτο: «Θλεις γις γενσθαι;» (ω. 5, 6) . ν δν θλη νθρωπος, τ σβεται Θες. ν κποιος δν θλη ν πη στν Παρδεισο, Θες δν τν παρνει. κτς ν ταν δικημνος κα εχε γνοια, πτε δικαιοται τν θεα βοθεια. Διαφορετικ, δν θλει ν πμβη Θες. Ζητ κανες βοθεια, κα Θες κα ο γιοι τν δνουν. Μχρι ν νοιγοκλεσης τ μτια σου, χουν κιλας βοηθσει. Μερικς φορς δν προλαβανεις οτε ν τ νοιγοκλεσης· τσο γργορα βρσκεται Θες δπλα σου.

 

«Ατετε κα δοθσεται», λει Γραφ. ν δν ζητμε βοθεια π τν Θε, θ σπζουμε τ μοτρα μας. ν, ταν ζητμε τν θεα βοθεια, Χριστς μς δνει μ να σχοινκι μ τν Χρη Του κα μς συγκρατε. Φυσει ἀέρας π δ-κε, λλ, πειδ εμαστε δεμνοι, δν κινδυνεουμε. ταν μως νθρωπος δν καταλαβανη τι Χριστς εναι πο τν κρατει, λνεται πλον π τ σχοινκι κα τν χτυπον ο νεμοι π ᾿δ κα π ᾿κε κα ταλαιπωρεται.

 

Ν ξρετε, μνον τ πθη κα ο μαρτες εναι δικς μας. ,τι καλ κνουμε εναι π τν Θε, ,τι νοησες κνουμε εναι δικς μας. Λγο Χρις το Θεο ν μς φση, τποτε δν μπορομε ν κνουμε. πως στν φυσικ ζω, λγο τ ξυγνο ν μς πρη Θες, μσως θ πεθνουμε, τσι κα στν πνευματικ ζω, λγο ν μς φαιρση τν θεα Χρη, πει, χαθκαμε. Μι φορ νιωθα στν προσευχ μι γαλλαση. ρες στεκμουν ρθιος κα δν νιωθα καθλου κοραση. σο προσευχμουν, νιωθα μι γλυκει ξεκοραση, κτι πο δν μπορ ν τ κφρσω. στερα μο πρασε νας λογισμς νθρπινος: πειδ μο λεπουν δυ πλευρ κα εκολα κρυνω, σκφθηκα, γι ν μ χσω ατν τν κατσταση κα ν προχωρσω σο πει, ν πρω να σλι, ν τυλιχθ, μπως ργτερα κρυσω. Μλις δχθηκα ατν τν λογισμ, μσως σωρισθηκα κτω. μεινα πεσμνος κτω μισ ρα περπου κα μετ μπρεσα ν σηκωθ ν πω στ κελλ ν ξαπλσω. Προηγουμνως, σο προχωροσα στν προσευχ, νιωθα σν να ποπουλο, να λφρωμα, μι γαλλαση, πο δν κφρζεται. Μλις μως δχθηκα ατν τν λογισμ, σωρισθηκα κτω. ν φερνα ναν περφανο λογισμ κα λεγα λ.χ. «ζτημα εναι, ν πρχουν δο-τρες σ ττοια κατσταση», ττε εναι πο θ πθαινα ζημι. Σκφθηκα νθρπινα, πως σκφτεται κουτσς ν πρη τ δεκανκια του, χι δαιμονικ. ταν νας φυσικς λογισμς, λλ κα πλι εδες τ παθα.

 


 

Τ μνο πο χει νθρωπος εναι μι διθεση κα νλογα μ ατν τν βοηθει Θες. Γι' ατ λω, σα γαθ χουμε εναι δρα το Θεο. Τ ργα μας εναι μηδν κα ο ρετς μας εναι μα συνχεια π μηδενικ. μες θ προσπαθομε ν προσθτουμε συνχεια μηδενικ κα ν παρακαλομε τν Χριστ ν βλη τν μονδα στν ρχ, γι ν γνουμε πλοσιοι. Ἐὰν δν βλη τν μονδα Χριστς στν ρχ, χαμνος κπος μας.

 

ΠΗΓΗ: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Β΄,  Πνευματική Αφύπνιση, ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ -ΣΟΥΡΩΤΗ Θεσσαλονίκης 1999, σ. 285-287.

 

 


 

 

κ τς ερς Μονς