«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ,
εὐτρεπίζου Εὐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς …»
Μετά από προετοιμασία πολλών αιώνων και μέσω των Προφητών, «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τὸν υἱόν αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον ἵνα τοὺς ὑπό νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν...» (Γαλ.4,4-5). Ο προαιώνιος Υιός και Λόγος του Θεού «σάρξ εγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ιωάν.1,14).
Το μεγάλο αυτό κοσμοϊστορικό και σωτήριο γεγονός εξυμνούν όλα τα τροπάρια της εορτής των Χριστουγέννων. Από τα Προεόρτια της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ψάλλεται το απολυτίκιο που μας προετοιμάζει:
«Ἑτοιμάζου Βηθλεέμ, ἤνοικται πᾶσιν ἡ Ἐδέμ, εὐτρεπίζου Εὐφραθᾶ, ὅτι τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἐν τῷ Σπηλαίῳ ἐξήνθησεν ἐκ τῆς Παρθένου· Παράδεισος καὶ γάρ, ἡ ἐκείνης γαστήρ, ἐδείχθη νοητός, ἐν ᾧ τὸ θεῖον φυτόν, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν, οὐχὶ δὲ ὡς ὁ Ἀδὰμ τεθνηξόμεθα, Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶν πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα».
(=Να ετοιμάζεσαι Βηθλεέμ, η Εδέμ (ο επουράνιος παράδεισος) άνοιξε για όλους. Να στολίζεσαι, Ευφραθά (αρχαίο όνομα της Βηθλεέμ), γιατί το ξύλο της ζωής (ο Μεσσίας) άνθισε στο σπήλαιο από την Παρθένο. Διότι η κοιλία της Παναγίας αναδείχθηκε νοητός παράδεισος, όπου φύτρωσε (γεννήθηκε) το θείο φυτόν (ο Χριστός), από το οποίο τρώγοντας θα ζήσουμε και δεν θα πεθάνουμε, όπως ο Αδάμ. Γεννιέται ο Χριστός, για να αναστήσει την πρώτη πεσμένη εικόνα (δηλ. τον άνθρωπο)).
Στο τροπάριο αυτό αντιπαρατίθεται ο νέος Αδάμ, που είναι ο Χριστός, προς τον παλαιό Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ έφαγε από το ξύλο, απώλεσε τον Παράδεισο και έτσι ασθένησε όλο το ανθρώπινο γένος από την είσοδο της φθοράς και του θανάτου, ενώ ο νέος Αδάμ που είναι ο Χριστός, το ξύλο της ζωής, δίνει την ζωή σε όσους θα ενωθούν μαζί Του. Επομένως, φαίνεται ότι στον Παράδεισο υπήρχαν δύο ξύλα με ιδιαίτερη σημασία και σκοπό, δηλαδή το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού και το ξύλο της ζωής. Από το ένα έφαγε ο Αδάμ και απέθανε και από το άλλο εμποδίστηκε να φάγει για να μη παραμείνει αιωνίως στην πτώση και στο κακό. Οπότε, εδώ φαίνεται η φιλανθρωπία του Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες, ερμηνεύοντας την Αγία Γραφή μέσα από την εκκλησιαστική ζωή και την προσωπική τους πείρα, μας παρέδωσαν υπέροχες αναλύσεις για τα δύο αυτά ξύλα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού, σε μία ομιλία του λέγει ότι το ξύλο αυτό ούτε φυτεύθηκε κακώς ούτε απαγορεύθηκε φθονερώς. Αυτό σημαίνει ότι τίποτε από ό,τι δημιούργησε ο Θεός δεν ήταν κακό, αλλά όλα καλά λίαν. Η απαγόρευση να μη φάγει ο άνθρωπος από το δένδρο αυτό δεν προερχόταν από φθόνο για να μη φθάσει ο άνθρωπος στην θέωση. Άλλωστε, το δένδρο αυτό ήταν η θεωρία του Θεού. «Θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτόν». Ο άνθρωπος θα έτρωγε στον κατάλληλο καιρό, αφού προηγουμένως θα γυμναζόταν πνευματικά, και αυτό θα συνιστούσε την θέωσή του. Απαγόρευσε ο Θεός να φάγει από αυτό, γιατί ακόμη ήταν ατελής, δεν είχε προετοιμασθεί κατάλληλα, όπως πολύ κακό προξενεί η τελεία και σκληρή τροφή σε αυτούς που ακόμη έχουν ανάγκη γάλακτος.
Το κακό ήταν ότι ο Αδάμ μετέλαβε του ξύλου της γνώσεως «οὐ κατά καιρόν, οὐδ’ ἐπιτηδείως». Και εφ’ όσον αστόχησε και έχασε την θεία Χάρη, δεν έπρεπε στην συνέχεια να φάγει από το ξύλο της ζωής, για να μη στερεωθή και σταθεροποιηθή στην πτώση και τον θάνατο. Η γεύση του ξύλου της ζωής ήταν «μεγάλη και ὑπεροχική», γι’ αυτό και ο Θεός πρόσταξε να το φυλάττουν όχι άγγελοι και αρχάγγελοι, ούτε αρχές, εξουσίες, δυνάμεις και κυριότητες, αλλά τα Χερουβίμ που ανήκουν στην πρώτη ιεραρχία των Αγγέλων.
Εν όψει των Χριστουγέννων, ας ετοιμάσουμε τις ψυχές μας να υποδεχθούν με λυτρωτική χαρά και ελπίδα το θείο φυτόν, τον Χριστό μας, «από το οποίο τρώγοντας θα ζήσουμε και δεν θα πεθάνουμε». Έχουμε χαρά γιατί το Πανάγιο Σώμα και το θείον Αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είναι το δείπνο το μυστικό, η πηγή της ζωής, «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν αλλά ζην εν Χριστώ Ιησού δια παντός» Άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
Ἀπολυτίκιον Προεόρτιον. Ἦχος δ’ Κατεπλάγη Ἰωσὴφ
Ἀπεγράφετο ποτέ, σὺν τῷ πρεσβύτῃ Ἰωσήφ, ὡς ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, ἐν Βηθλεὲμ ἡ Μαριάμ, κυοφοροῦσα τὴν ἄσπορον κυοφορίαν. Ἐπέστη δὲ καιρὸς ὁ τῆς γεννήσεως, καὶ τόπος ἦν οὐδεὶς τῷ καταλύματι· ἀλλ’ ὡς τερπνὸv παλάτιοv, τὸ Σπήλαιοv τῇ Βασιλίδι ἐδείκνυτο. Χριστὸς γεννᾶται, τὴν πρὶv πεσοῦσαν, ἀναστήσων εἰκόνα.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς