Ἡ τελευταία μέρα τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ἐν Εὐβοίᾳ († 21/11/1991)

  μακαριστς γέροντας άκωβος γρύπνησε ποβραδς μ προσευχή. Μ ξουθενωμένος δν λησμόνησε κα τος πονεμένους. Διάβασε τ τελευταία γράμματα κα πάντησε περίπου σ δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατ περίπτωση. 21 το Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θ γιόρταζε τ Εσόδια τς Θεοτόκου. τοιμαζόταν λη τ νύχτα, θ κατέβαινε. Κανονικ δ θ ‘πρεπε, μ τ θελε πολύ. Τόσο πολ πο τίποτα δν μποροσε ν τν ποκλείσει π τν τελευταία του Θεία Κοινωνία. Μ κόπο κατέβηκε, σκοτάδι κόμα, στν κολουθία. Μερικο μοναχο πρόσεξαν μίαν λλη διάθεση στ πρόσωπο το Γέροντα. λαρότητα πέρμετρη, γάπη ξεχείλιζε λόκληρος, τ γγελικό του χαμόγελο τέλειωτο. γινε κολουθία. ψαλε γονατιστς τόσο νετα κα ναστάσιμα, λς κα δν ταν ρρωστος. θεία φων του γέμιζε τ ναό, ξαίσια μελωδία, λς κα ψέλνανε πολλο γγελοι μαζί.

 

 


 

Στς 10 ρα ξομολόγησε τν γιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στν ποο εχάριστα μ σταθερ επε μεταξ λλων:

 

- Καλ πο ρθες, ν εσαι πο θ μ λλάξετε, μ φεύγεις.

 

διάκος διαμαρτυρήθηκε μ διάφορα λόγια γι τ περ θανάτου το Γέροντα, μ κενος πέμενε. Τελειώνοντας τν ξομολόγηση δειχνε κουρασμένος, λλ διατηροσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πρε π τ χέρι τ διάκο κα βγήκανε π τ κκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε... τ σκαλι κα μπήκανε στ ναό. κανε τν προσευχή του, σπάστηκε λες τς εκόνες, εχαρίστησε κα δοξολόγησε. Μ πλέον ζοσε λλες καταστάσεις. Μέσα του κι ξω του αγαζόταν π θεο φς - γι' ατ εφροσύνη κα λαρότητα το προσώπου του. Τν θαυμαστ κατάσταση τούτη ξιώθηκε ν δε μόνο νας μοναχός, φραίμ. Καθάριζε τ μανουάλια το ναο κα εδε τν μακαριστ Γέροντα ν μπαίνει μεταμορφωμένος. λαμπε λόκληρος κα κτινοβολοσε χαρ κα γαλλίαση. Στάθηκε κίνητος κα τν παρατηροσε πλημμυρισμένος κα διος φραμ π γαλλίαση κα κπληξη.

 

Βγκε π τ να κα μ τ διάκο φέρανε γύρω - γύρω τν Μον σωτερικά. βλεπε λους τούς χώρους, λους τούς μοναχούς, τος ελογοσε ερηνικ κα τος μετέδιδε γαλλίαση, πο διαχυνόταν φθονη π τ γγελικό του πρόσωπο. φο τελείωσε γύρος ατός, θελε ν βγον ξω π τ Μονή. Βγήκανε π τν νότια πόρτα. Προχώρησε σιγ - σιγ δεξιά. Σταμάτησε στ ργαστήριο κι ελόγησε μ πειρη γάπη τος κε μοναχούς. Πάλι πρς τ δεξιά, ν σταματοσε στ κκλησάκια κα σταυροκοπιότανε πολλς φορές. νέβηκε κόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε ν τν βοηθήσει διάκος ν’ νεβονε κόμα λίγο. π ΄κε τ μοναστήρι φαινότανε λο. Σν π εροπλάνο. ταν ραο, νακαινισμένο, φροντισμένο... κα τ 'χε βρε ρείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο κα πολ μικρότερο. Τώρα κα νακαινισμένο κα γεμάτο μ καλος μοναχούς. Τ κοίταζε π ΄κε ψηλ κα δν τ χόρταινε. Τ βλέμμα του εχε τόση γάπη γι τ μοναστήρι.

 

- λα, παιδί μου. πμε. Γυρίσανε π τν λλη μεριά. Σχεδν μεσημέρι.

 

Κατάκοπος, μετ τ μεσημέρι, ποσύρθηκε γι λίγο στ κελί του. φτασε μως π. λέξιος, πο πρεπε γι πρώτη φορ ν κάνει κηδεία. Νέος ερέας κα δν ξερε τ τυπικ κα πς ψάλλεται. Μ πομον μακαριστς γέροντας το επε πς θ κάνει τοτο, πς κενο. Κι πιασε ν το ψέλνει τροπάρια τς νεκρώσιμης κολουθίας. ψελνε κα λέξιος, μ Γέροντας ψελνε πολ ραία. κπαγλα κα χαιρότανε λο κα περισσότερο. Σ κάποια στιγμ λέξιος νόμισε τι μαθε ν ψέλνει τν νεκρώσιμη κολουθία κα θελε ν φύγει, εχαριστώντας κα παίρνοντας τν εχ το Γέροντα. κενος μως πέμενε ν τν ψάλουνε λη π τν ρχή. τσι κι γινε. Τν ψάλανε λόκληρη, κα γέροντας τανε λο χαρ κι εφροσύνη.

 

φυγε μετ τς 2 ρα π. λέξιος κι μεινε μόνος γέροντας. Στς 3.15 το χτύπησαν τν πόρτα γι καφ κα το επαν τι ρθε Γερασιμία. Κι ν δύσκολα δεχότανε στ κελί. επε μόνος του:

 

ρθει. Ατ τ παιδ χει νάγκη, πρέπει ν τ δ!

 

ργότερα δέχτηκε τν Γερασιμία, γι ξομολόγηση. βαλε τ πετραχήλι του, κατσε στν κρη το κρεβατιο, βλέποντας τν σταυρωμένο, κα ρχισε. Τν κουσε προσεχτικά, τν συμβούλεψε, τς δωσε κουράγιο... κα ξαφνικ μ λλοιωμένη ψη τς λέει: -δ, παιδί μου, εναι σιος Δαβίδ... Κα γιος άκωβος δελφόθεος... ψάλε τ πολυτίκιό τους...

 


 

 

-Παιδί μου, νοιξε τν πόρτα, ρθαν ο πατέρες.

 

Πράγματι, φταναν στν πόρτα ο πατέρες. Τν στιγμ πο στράφηκε στν πόρτα Γερασιμία, δοκίμασε γέροντας ν σηκωθε, ν σταθε στ πόδια του... Μ τν δια στιγμ επε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι γειρε, χάνοντας τν εστάθειά του. Πρόλαβε κοπέλα κι πιασε λίγο τν γέροντα κα τν βοήθησε ν μ χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στ πάτωμα. ναπνο του τανε πολ δύσκολη κα προσπαθοσε. Συγχρόνως μπαιναν κα ο πατέρες μ πρτο τν π. λαρίωνα. μέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα... Γονάτισε δίπλα του π. Κύριλλος, πρε ν το τρίψει τ χέρια... λλοι μοναχο τρέξανε στν γιο Χαράλαμπο κα κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. λλος τρεξε ν τηλεφωνήσει σ γιατρό. σφυγμς το μεγάλου σκητ φάνηκε νηματοειδής, νεπαίσθητος... Τ πρόσωπό του πρε λίγο κοκκινωπ χρμα... μεινε ρεμο, χωρς γωνία... κα μία στιγμ κανε μ τ σεπτ χείλη του να μικρ φύσημα...

 

Ατ ταν, σν πουλάκι παρέδωσε τ πνεμα. Στς 4.17 τ πόγευμα, μακαριστς γέροντας φησε τ φθαρτ κόσμο το πόνου. Μπκε σ μακάρια μον το Τριαδικο Θεο.

 

ΠΗΓΗ: Μακαριστς άκωβος Τσαλίκης, Καθηγητς Στυλιανς Γ. Παπαδόπουλος, κδόσεις «κρίτας».

 

 


 

 

κ τς ερς Μονς