Από τις διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Β')

  Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ο Απόστολος του Χριστού, ο Φωτιστής και Μεγάλος Διδάσκαλος του υπόδουλου Γένους είναι μία εκπληκτική μορφή με μοναδικό, πολυδιάστατο και ανεπανάληπτο έργο.

 


 

Στις Διδαχές του διακρίνεται η μεγαλειώδης απλότητα ενός Ιεραποστόλου, ο οποίος δίδασκε με τον απλό κηρυκτικό του λόγο, την ασκητική του ζωή, με τις προφητείες του για την κοινωνική δικαιοσύνη και για την ελληνορθόδοξη Παιδεία. Στόχος και διακαής πόθος του ήταν να σταματήσει τους εξισλαμισμούς και τη δυτική προπαγάνδα. Διότι εκείνο που κινδύνευε στην εποχή του ήταν πρωτίστως η ορθόδοξη υπόσταση του Γένους, την οποία αν έχανε, θα έχανε ταυτόχρονα και την ελληνική του συνείδηση και υπόσταση. Έτσι, ο Άγιος αγωνίστηκε να διασώσει την Ορθοδοξία και να επιβιώσει το Έθνος, διότι μέσα στην αγριότητα και την αμάθεια της Τουρκοκρατίας, όποιος χανόταν για την Ορθοδοξία, χανόταν για τον Ελληνισμό. Για το λόγο αυτό το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους Διαφωτιστές, περιλάμβανε μόνον «όσα το Πνεύμα το άγιον εφώτισε τους αγίους Προφήτας, τους Αγίους αποστόλους, τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας και μας έγραψαν», έχοντας ως κέντρο του το υπερφυές μυστήριο της Αγίας Τριάδος, αδιαχώριστα συνδεδεμένο με το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας.

 

Στη Διδαχή Δ΄ ο Άγιος του Θεού διακηρύττει: « Κύριος μν ησος Χριστς κα Θεός, δελφοί μου, γλυκύτατος Δεσπότης, ποιητς τν γγέλων, παρακινούμενος π τν εσπλαχνία του κα πολλν γάπην πο χει ες τ γένος μας, σιμ ες τ πειρα χαρίσματα πο μς χάρισε κα μς χαρίζει καθ᾿ κάστην μέραν, δο πο μς ξίωσε κα πόψε κα τν δοξάσαμεν κα τιμήσαμεν κα τν Δέσποινάν μας Θεοτόκον, κα μποτε Κύριος δι πρεσβειν της ν συγχωρήση τ᾿ μαρτήματά μας, κα ν μς ξιώση τς βασιλείας του, ν προσκυνμεν κα ν δοξάζωμεν τν Παναγίαν Τριάδα κα ν χαιρώμεθα κα εφραινώμεθα πάντοτε…»

 


 

 

Στη Διδαχή Η΄ ο Άγιος συμβουλεύει: γαπτε τν Θεν κα τν Πλησίον:

«Πολλ νόματα χει Θες δελφοί μου. Τ κύριον κα γιον νομα το Θεο μας ενε γάπη· κα λέγεται Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς κα γιον Πνεμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, νας Θεός. μως πρέπει, δελφοί μου, ν γαπμεν τν Θεόν, διατ μς δωσε τόσην μεγάλην γν, ν κατοικομεν δ τόσες χιλιάδες νθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ψάρια, έρα, μέραν, νύκτα, φωτιάν, ορανόν, στρα, λιον, φεγγάρι. Κα μς μς καμε νθρώπους κα χι ζα· μς καμεν εσεβες χριστιανος κα χι αρετικος.

 

Τώρα σς ρωτ, παιδιά μου, ν μο επτε τν πάσαν λήθειαν· ποίον γαπτε, τν Θεν τν διάβολον; σες τώρα μ τν νον σας τν Θεν γαπτε· πολλ καλ τ γνωρίζετε κα τ θέλετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα κα γνωστικ εσθε, κα ν χω τν εχήν σας. Μόνον ν δομεν ατν τν γάπην ες τν Θεν ενε σωστή, ενε τελειωμένη τς λείπεται κα λλο τίποτας; Πόθεν ν καταλάβωμεν; π λόγου μας. σ χεις να παιδί, δελφέ. γ σένα σ γαπ, σ κτιμ, σ λέγω καλν δι λόγου σου, κα τ παιδί σου τ δέρνω, τ καταφρον, λέγω κακν δι λόγου του κα παίρνω τ ψωμί του κα τ τρώγω κα τ ροχο του τ παίρνω κα τ φορ. Ατ γάπη μοι φαίνεται ν λέγεται χι τσι. Ν γαπμεν τν πατέρα, πρέπει ν γαπμεν κα τ παιδί. Διότι ποιος γαπ τν Θεόν, γαπ κα τν δελφόν του, τν χριστιανόν· διατ να Πατέρα χομεν, τν Θεόν, μίαν Πίστιν, να Βάπτισμα, τ χραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, μίαν κεφαλν χομεν, τν Χριστόν μας, μίαν Πίστιν, να νόμον, να προσκύνημα κα εμαστε δελφο λοι.

 

κόμη ν ξεύρετε, δελφοί μου, γάπη χει δυ διώματα, δυ χαρίσματα· τ να ν δυναμώνη τν νθρωπον ες τ καλά, κα τ λλο ν τν δυνατίζη ες τ κακά. Ν ξεύρετε, τέκνα μου, πς γ χω να ψωμ ν τ φάγω κα ν πίνω καλά· σες δν χετε. γάπη μου λέγει: Μ τ τρώγης μοναχός, δσε κα τος δελφούς σου κα φάγε κα σ τ λλο. χω φορέματα. γάπη μου λέγει: Δσε τ να τν δελφόν σου κα σ φόρει τ λλο. νοίγω τ στόμα μου ν σ κατηγορήσω, ν σ επ ψεύματα, ν σ γελάσω, κα εθς θυμομαι τν γάπην κα μο νεκρώνει τ στόμα κα δν μ φήνει ν σο επ ψεύματα. πλώνω τ χέρια μου ν πάρω τ πράγμα σου, τ σπρα σου, τν βίον σου λον. γάπη δν μ φήνει ν σο τ πάρω. δέτε, δελφοί μου, τί χαρίσματα χει γάπη». 

 


 

 

κ τς ερς Μονς