Ποιμαντική φροντίδα σε ημέρες πανδημίας - Ασύνετο ρίσκο ή θεϊκό βάλσαμο;

 Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη,

Κληρικού Ι.Μ. Αιτωλίας κ΄Ακαρνανίας

(Δρ. Θεολογίας-Μ.Α. Φιλοσοφίας)

 


 

 

        Φαίνεται ότι η παγκόσμια επιδημία του κορωνοϊού, μετά το αρχικό κύμα εξάπλωσης, επανέρχεται θριαμβευτικά για το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα της, απέναντι στο ανθρώπινο είδος. Δεν πρόκειται για κινηματογραφική ταινία τύπου «Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ» (2013) ή «Contagion» (2011) ή «Καραντίνα» (2008) ή «12 Πίθηκοι» (1995) ή «Το ξέσπασμα» (1995), όπου μετά από δύο ώρες παρακολούθησης, οι επιδημίες που περιγράφονται θα εξαφανισθούν με το κλείσιμο του Netflix. Μιλάμε για μια πραγματικότητα που διαρκεί εφτά ημέρες την εβδομάδα και στο διάβα της ξεπροβάλλουν ένα σωρό βασανιστικά ερωτήματα, που δοκιμάζουν την πίστη ή ενισχύουν την απιστία.

 

        Πολλοί χριστιανοί, ιερείς και λαϊκοί, γινόμαστε δέκτες πολλών ερωτημάτων ή αποριών από συνανθρώπους μας, παρότι κι εμείς είναι πιθανό να έχουμε ακριβώς τις ίδιες ανησυχίες:

«γιατί υπάρχει η πανδημία;»,

«γιατί ο Θεός δεν τη σταματάει;», 

 «υπάρχει φόβος να κολλήσω στην εκκλησία»,

 «μήπως όλα αυτά είναι ένα ψέμα;»,

«μήπως οι θεωρίες συνομωσίας είναι αληθινές;»,

«γιατί έχασα τη δουλειά μου;»,

 «υπάρχει φόβος να πάθω κατάθλιψη από το άγχος της επιδημίας;»,

«φοβάμαι να πάω στη εκκλησία», 

«πρέπει να φοράω μάσκα στην εκκλησία;»,   

«είναι έλλειψη πίστης να φοράω μάσκα στην εκκλησία;», 

«πού είναι τελικά ο Θεός», και άλλα παρόμοια, εύλογα ή παράλογα.

 

       Ο κάθε χριστιανός έχει ανάγκη από ποιμαντική βοήθεια και ενίσχυση. Τα παραπάνω ερωτήματα που μπορεί να μας τεθούν ή να τα θέσουμε εμείς σε άλλους, είναι εξαιρετικά σοβαρά και δεν πρέπει να μας τρομάζουν ούτε να μας απογοητεύουν. Όταν συνάνθρωποί μας θέτουν τέτοια ζωτικά ερωτήματα, αυτό σημαίνει ότι μας εμπιστεύονται και επιζητούν από εμάς να επιδείξουμε την ποιμαντική μας ευαισθησία και να επιμεληθούμε τις ταλαιπωρημένες και φοβισμένες ψυχές τους.

 

        Η Ποιμαντική δεν επιμελείται απλώς τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά προχωρά και πιο ψηλά, αφού ενδιαφέρεται να δώσει νόημα στη ζωή τους, να θεραπεύει την κτιστή φύση τους και να τους σώσει από τη φθορά, το θάνατο και την αμαρτία.[1] Αν θελήσουμε με ελάχιστα λόγια να οριοθετήσουμε την έννοια της Ποιμαντικής, αυτά τα λόγια θα τα πάρουμε από το στόμα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: σκοπός της Ποιμαντικής είναι «…πτερσαι ψυχν, ρπάσαι κόσμου, κα δοναι Θε  εσοικίσαι τε τν Χριστν ν τας καρδίαις δι το Πνεύματος…».  Μέσα σε μία τόσο περιεκτική πρόταση ο Άγ. Γρηγόριος τονίζει ότι η ποιμαντική στοχεύει στην αναγωγή του ανθρώπου προς τον Θεό, μέσω και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.[2]

 

       Η Ποιμαντική δεν είναι μια απλή εκκλησιαστική υπόθεση ή άλλο ένα εκκλησιαστικό έργο. Η Ποιμαντική είναι επιστήμη, διότι ο Θεός επιθυμεί, το έργο Του να γίνεται από τους ποιμένες με επιστημονικό τρόπο και όχι πρόχειρα και βιαστικά.[3]

 

      Τίθεται το αυτονόητο ερώτημα. Μόνο οι ποιμένες, οι Αρχιερείς και οι ιερείς δηλαδή, ασκούν ποιμαντικό έργο; Οι λαϊκοί γιατί υπάρχουν στην Εκκλησία; Μόνο για να προσφέρουν χρήματα στα παγκάρια και στις περιφορές (ανούσιες τις περισσότερες φορές) δίσκων; Δεν έχουν συμμετοχή οι λαϊκοί στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας; Δεν μπορεί να ποιμάνει ένας λαϊκός; Είναι δυστυχώς αλήθεια ότι στο μυαλό των περισσοτέρων η Ποιμαντική θεωρείται ως αποκλειστική διακονία και προνόμιο των ιερωμένων. Πράγματι ο Αρχιποίμην Χριστός παραχώρησε την ποιμαντική του εξουσία στους Αποστόλους[4] και κατά συνέπεια και στους διαδόχους αυτών, τους Αρχιερείς και αυτοί με τη σειρά τους στους ιερείς.

 

       Ο ιερέας θεωρείται ως το κέντρο και η ψυχή του ποιμαντικού έργου, και πράγματι είναι, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποκλείονται ή υποβαθμίζονται τα υπόλοιπα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας. Στην Εκκλησία υπάρχουν πολλά χαρίσματα και διακονίες. Κανένας δεν έχει όλα τα χαρίσματα, αλλά και δεν υπάρχει κανένας, χωρίς να είναι προικισμένος από τον Θεό, έστω και με ένα χάρισμα.[5] Άρα όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ιερείς και λαϊκοί, μαζί με τα χαρίσματά τους, συγκροτούν το σώμα της Εκκλησίας και εργάζονται γι’ αυτό.[6] Η διανομή των χαρισμάτων γίνεται από το Άγιο Πνεύμα, όπως Εκείνο θέλει, με σκοπό την κοινή ωφέλεια, που είναι η οικοδομή και η αύξηση του εκκλησιαστικού σώματος, του ποιμνίου του Χριστού. Σε κάθε πιστό δίδεται το χάρισμα, με το οποίο φανερώνεται η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για την κοινή ωφέλεια όλων των πιστών.[7]

 

        Όλοι χρειαζόμαστε στην Εκκλησία και δεν περισσεύει κανένας. Μπορεί ο κάθε ιερέας, ως κλητός από τον Αρχιποίμενα Χριστό, να ποιμαίνει το ποίμνιό του και να ανησυχεί γι’ αυτό,[8]  όμως από μόνος του δεν επαρκεί για το έργο αυτό, αφού « μν θερισμς πολύς, ο δ ργάται λίγοι».[9]  Επομένως όλα τα μέλη της Εκκλησίας έχουν κληθεί να ποιμάνουν, το καθένα από τη σκοπιά του.

 

        Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως η πηγή και το πρότυπο της Ποιμαντικής, ο Αρχιποίμην Χριστός, αντιμετώπιζε ποιμαντικά ανθρώπους, που νοσούσαν από μεταδοτικές ασθένειες. Φυσικά οι θεραπείες που επιτέλεσε ο Χριστός ήταν αναρίθμητες, αφού πολλές φορές θεράπευε μαζικά.[10]Διαφωτιστική για το θέμα, είναι η θεραπεία ενός λεπρού, που περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος.[11] Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη λέπρα ως τον κορωνοϊό της βιβλικής εποχής, εξαιτίας της μεταδοτικότητάς της[12] και της καραντίνας που επιβάλλονταν στους φορείς αυτής.

 

        Ο Χριστός ακούμπησε τον λεπρό και τον καθάρισε. Δεν φοβήθηκε μήπως μεταδοθεί η λέπρα στο σώμα του. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Το λεπρό σώμα καθαρίσθηκε από το άγιο χέρι του Χριστού.[13] Ο Χριστός άγγιξε τον λεπρό για να δείξει ότι είναι ανώτερος του μωσαϊκού νόμου, ο οποίος απέκλειε τους λεπρούς από κάθε κοινωνική συναναστροφή,[14] και ότι δεν φοβόταν καμία μετάδοση της ασθένειας. Τόση είναι η αγάπη και η ευσπλαχνία του Χριστού για τον άνθρωπο, ώστε δεν φοβήθηκε ούτε να χαρακτηριστεί ακάθαρτος, ούτε να έρθει σε επαφή με μια μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια.[15]

 

        Μιλάμε πλέον για απλά μαθηματικά. Αφού καμία ασθένεια, μεταδοτική ή μη, δεν έχει επίδραση επάνω στον αρχηγό της ζωής, έπεται ότι και η Θεία Κοινωνία, το πραγματικό σώμα και το πραγματικό αίμα του Χριστού, δεν προσβάλλεται και δεν μεταδίδει καμία ασθένεια. Επομένως όταν κοινωνούμε, είναι βλασφημία να μας περάσει ο λογισμός ότι μπορεί να ασθενήσουμε, αφού σύμφωνα με τον ιερό Καβάσιλα, τα ανώτερα νικούν τα κατώτερα. Ανώτερα είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού. Κατώτερα είναι τα σώματά μας. Άρα λαμβάνοντας τη Θεία Κοινωνία, ως ανώτερη που είναι, δεν μεταβάλλεται σε ανθρώπινο σώμα, που είναι κατώτερο, αλλά Αυτή μεταβάλλει εμάς σε σώμα και αίμα Χριστού.[16] Πολύ συγκινητικό και παρήγορο.

 

        Το παράδειγμα του Αρχιποίμενος Χριστού το ακολούθησαν όχι μόνο ονομαστοί άγιοι αλλά και απλοί, καθημερινοί και ανώνυμοι χριστιανοί. Ο Μ. Βασίλειος δίδασκε ότι τους λεπρούς δεν πρέπει να τους εγκαταλείπουμε, αλλά να τους φροντίζουμε, δίδοντας μάλιστα ο ίδιος το παράδειγμα, αφού τους άλειφε φάρμακα με τα χέρια του, αψηφώντας τον κίνδυνο της μετάδοσης.[17] Η διδασκαλία των μεγάλων πατέρων έβρισκε ανταπόκριση στον πιστό λαό και έτσι αρκετοί ήταν αυτοί που φρόντιζαν ποιμαντικά και περιέθαλπαν με αφοβία, ασθενείς, φορείς μεταδοτικών ασθενειών.[18]Εντύπωση προκαλεί η φιλανθρωπία, η πίστη και η αφοβία του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (905-959 μ.Χ.), ο οποίος όχι μόνο επισκεπτόταν τους λεπρούς αλλά τους έβαζε διάφορες καταπραϋντικές αλοιφές στα σώματά τους, με τα ίδια του τα χέρια.[19]

 

        Ασφαλώς υπήρχαν και μεταδοτικές ασθένειες με μεγαλύτερη θνησιμότητα και ρυθμό μετάδοσης από τη λέπρα, όπως η πανώλη. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, την περίπτωση της επιδημίας πανώλης που ξέσπασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τον 3ο αιώνα. Υπό την θαυμαστή καθοδήγηση του Επισκόπου Διονυσίου, οργανώθηκε μια αξιοθαύμαστη κινητοποίηση, με σκοπό την φροντίδα των θυμάτων της επιδημίας. Ο Διονύσιος συγκρίνει την ποιμαντική φροντίδα των χριστιανών στους ασθενείς της επιδημίας, με την αντίστοιχη φροντίδα των εθνικών. Οι χριστιανοί επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη αγάπη και αυτοθυσία, φτάνοντας στο σημείο να διακονούν τους ασθενείς χωρίς προφυλάξεις, με αποτέλεσμα η νόσος να μεταδίδεται σ’ αυτούς και να πεθαίνουν με ευχαρίστηση,[20] έχοντας φροντίσει τον συνάνθρωπό τους, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπαν τον ίδιο τον Χριστό.[21]    

     

        Στον αντίποδα, οι εθνικοί απέφευγαν τους ασθενείς και τους εγκατέλειπαν αβοήθητους, ενώ όταν πέθαιναν τους άφηναν άταφους, από το φόβο της μεταδοτικότητας της ασθένειας.[22] Η ηθική ανωτερότητα των χριστιανών έναντι των εθνικών είναι αδιαμφισβήτητη.

 

        Την ίδια ακριβώς ποιμαντική φροντίδα επέδειξαν οι χριστιανοί κατά τη διάρκεια και άλλων επιδημιών. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον λοιμό του Κυπριανού (κράτησε από το 250 έως το 270, όπου μόνο στη Ρώμη πέθαιναν 5000 καθημερινά) και την επιδημία του Ιουστινιανού (διήρκησε δύο αιώνες, 541-749 και θανάτωσε 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως).[23] Η αγάπη, η αυτοθυσία και το ενδιαφέρον για τη φροντίδα των ασθενών, προκαλούσε τον θαυμασμό των εθνικών και ήταν ίσως ο σημαντικότερος λόγος για την ταχύτατη εξάπλωση του χριστιανισμού.

 

        Βρισκόμενοι αντιμέτωποι με τη σημερινή πανδημία, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: «ποια πρέπει να είναι η ποιμαντική μας στάση τις ημέρες της πανδημίας;». Οφείλουμε να πράξουμε ακριβώς το ίδιο, όπως έπραξε ο Χριστός και άλλοι χριστιανοί; Να διακονήσουμε δηλαδή ποιμαντικά έναν ασθενή που νοσεί από μεταδοτική ασθένεια, χωρίς να λάβουμε τα απαραίτητα προστατευτικά μέσα; Αυτό θα ήταν ένα ασύνετο ρίσκο.

 

        Η αγάπη είναι εφευρετική. Το ποιμαντικό μας οπλοστάσιο έχει πολλά «όπλα». Μπορούμε κάλλιστα να διακονήσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσω της προσευχής. Μπορούμε να είμαστε ενεργοί ακροατές του πόνου, της αγωνίας και της θλίψης, σε μια εποχή που μόνο να μιλάμε θέλουμε. Επίσης ένα απλό τηλεφώνημα, ένα μήνυμα, μια επίσκεψη με τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα, ένα χαμόγελο, ένας μορφασμός θαυμασμού, έχουν αφάνταστη δύναμη διότι φανερώνουν ότι κάποιος ενδιαφέρεται για τον ασθενή. Το να τηρούμε τα απαραίτητα προστατευτικά μέσα και να συμβουλεύουμε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, είναι και αυτό μια μορφή ποιμαντικής φροντίδας σε ημέρες πανδημίας. Άλλωστε οι ασθένειες δεν εμφανίστηκαν τώρα. Υπήρχαν και θα υπάρχουν και τα μέτρα προστασίας έχουν ουσιαστική σημασία για την προστασία μας.

 

        Ασφαλώς κάθε λόγος έχει και τον αντίλογό του. Μπορεί να γίνουμε δέκτες επικριτικών και απαξιωτικών σχολίων, ότι δηλ. δεν έχουμε την πίστη των πρώτων χριστιανών γι’ αυτό λαμβάνουμε τόσα προστατευτικά μέτρα. Η ιατρική επιστήμη έχει προοδεύσει θεαματικά και αυτό είναι ένα θαύμα. Τιμούμε την επιστήμη αυτή καθώς και τους ιατρούς. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί άγιοι ήταν συγχρόνως και ιατροί (δεν ωφελεί η απαρίθμηση, είναι  αρκετοί) ενώ δεν λείπουν και οι ιερείς, μοναχοί και μοναχές που εξασκούν το λειτούργημα του ιατρού, παράλληλα με το δικό τους. Το να ακολουθούμε τις συμβουλές των ιατρών δεν είναι σημάδι απιστίας, αλλά ποιμαντικής εξυπνάδας. Χρησιμοποιούμε την ιατρική στην ποιμαντική πράξη και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θεαματικά, προς όφελος και δικό μας, αλλά και του ποιμνίου.

 

         Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και μεταξύ των χριστιανών, των πρώτων αιώνων, υπήρχαν επιφυλακτικές ή και αρνητικές στάσεις απέναντι στην ιατρική, την οποία ταύτιζαν με την έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό.[24] Τέτοια είναι η περίπτωση του απολογητή Τατιανού, ο οποίος καταδίκαζε την ιατρική και τη λήψη φαρμάκων, ως πράξεις που δεν δείχνουν εμπιστοσύνη στον Θεό. Καταφυγή σε ανθρώπινα μέσα υποδηλώνει προσκόλληση στα γήινα.[25]

 

        Δεν είναι άρνηση πίστης η εφαρμογή των μέτρων που προτείνουν οι ειδικοί (παρότι κάποια μας φαίνονται παράλογα και παρότι υπάρχουν και αντίθετες επιστημονικές φωνές) και που τα υιοθετεί η Διοικούσα Εκκλησία. Δεν μπορεί να κάνει ο καθένας ότι θέλει. Η ποιμαντική φροντίδα έχει αξία όταν υπάρχει διακυβέρνηση και όχι όταν επικρατεί αταξία. Σύμφωνα με τον αββά Δωρόθεο, αυτό λατρεύει ο διάβολος, το να μην υπάρχει διακυβέρνηση. Τότε οι χριστιανοί πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα και τέτοιους χριστιανούς τους αγαπά(!!!) ο πονηρός.[26]

 

        Υπακούοντας στην Εκκλησία (παρά τις όποιες αμφιβολίες μας για αστοχίες ή παραλείψεις), δείχνουμε ότι παραμερίζουμε το εγώ μας και ενδιαφερόμαστε για το εσύ και το εσείς (όχι για το εμείς, που είναι πληθυντικός του εγώ). Η ποιμαντική φροντίδα αναφέρεται άμεσα στον συνάνθρωπο. Όταν διακονούμε τον συνάνθρωπο, παραμερίζοντας τις δικές μας ανάγκες, τότε ο Θεός αυτές τις ανάγκες μας τις πραγματοποιεί, την ώρα που δεν το περιμένουμε και μάλιστα αθόρυβα. Η αυτονομημένη προσπάθεια είναι δαιμονική προσπάθεια. Τον Θεό δεν μπορούμε να τον περιπαίξουμε.[27] Να μην έχουμε αυταπάτες. Στην αυταπάτη, θύμα και θύτης είναι το ίδιο πρόσωπο. Καταλήγουμε να πιστεύουμε παράλογα πράγματα. Θυμίζει έντονα τα σύκα του Χότζα. Ο Χότζας κοιμάται κάτω από έναν πλάτανο αλλά κάποια πιτσιρίκια τον ενοχλούν. Τα διώχνει και αυτά επιστρέφουν. Τότε σκαρφίζεται τη λύση: «Δεν πάτε στην πλατεία όπου ο Αλή μοιράζει σύκα για το γάμο του γιού του;». Τα πιτσιρίκια τρέχουν να προλάβουν τα σύκα αλλά του Χότζα του έφυγε η διάθεση για ύπνο. Σηκώνεται και μονολογεί: «Δεν πάω μέχρι την πλατεία να προλάβω κανένα σύκο;».[28]

 

        Για να έχει αποτέλεσμα όμως η ποιμαντική του ιερέα ή του προσώπου που ασκεί ποιμαντική, είναι απαραίτητος ο προσωπικός πνευματικός αγώνας, ο προσωπικός αγιασμός του ποιμαίνοντος. Ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα είναι πάντα διαχρονικός. Για να φωτίσουμε, πρέπει να φωτισθούμε. Για να αγιάσουμε, πρέπει να αγιασθούμε.[29] Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η ποιμαντική προτροπή του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού. Πρώτα εμείς θα θεοποιηθούμε και στη συνέχεια θα θεοποιήσουμε τον συνάνθρωπο.[30] Αν ακολουθήσουμε ανάποδη πορεία, θα αποτύχουμε στην ποιμαντική μας προσπάθεια και συγχρόνως θα βλάψουμε τον ποιμαινόμενο.[31] Ο ασκών ποιμαντική διακονία οφείλει να είναι άνθρωπος προσευχής, μελέτης, ταπείνωσης και υπακοής επειδή η Ποιμαντική  δεν είναι ένας εθελοντισμός μερικής απασχόλησης (part-time), αλλά υπόθεση ολόκληρης ζωής, υπόθεση προσωπικής σωτηρίας και σωτηρίας του πλησίον. Μόνο τότε η ποιμαντική μας φροντίδα καθίσταται θεϊκό βάλσαμο για τον πονεμένο και δοκιμαζόμενο συνάνθρωπό μας.

 


 

 

 

[1] π. Βασίλειος Καλλιακμάνης, Μεθοδολογικά πρότερα της Ποιμαντικής-Λεντίω ζωννύμενοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23

[2] Γρηγόριος ο Θεολόγος, πολογητικός τς ες τόν Πόντον φυγς, Λόγος Β΄, PG 35, 432.

[3] Ιερ. 3, 15 «…κα δώσω μν ποιμένας κατ τν καρδίαν μου, κα ποιμανοσιν μς ποιμαίνοντες μετ’ πιστήμης…».

[4] Ματθ. 28, 18-20 «κα προσελθν ησος λάλησεν ατος λέγων· δόθη μοι πσα ξουσία ν οραν κα π γς, πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος, διδάσκοντες ατος τηρεν πάντα σα νετειλάμην μν…».

[5] Εφεσ. 4,7 «ν δ κάστ μν δόθη χάρις κατ τ μέτρον τς δωρες το Χριστο…».

[6] Α΄Κορ. 12, 4-13 «Διαιρέσεις δ χαρισμάτων εσί, τ δ ατ Πνεμα· κα διαιρέσεις διακονιν εσι, κα ατς Κύριος· κα διαιρέσεις νεργημάτων εσίν, δ ατός στι Θεός, νεργν τ πάντα ν πσιν, κάστ δ δίδοται φανέρωσις το Πνεύματος πρς τ συμφέρον. μν γρ δι το Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, λλ δ λόγος γνώσεως κατ τ ατ Πνεμα, τέρ δ πίστις ν τ ατ Πνεύματι, λλ δ χαρίσματα αμάτων ν τ ατ Πνεύματι, λλ δ νεργήματα δυνάμεων, λλ δ προφητεία, λλ δ διακρίσεις πνευμάτων, τέρ δ γένη γλωσσν, λλ δ ρμηνεία γλωσσν, πάντα δ τατα νεργε τ ν κα τ ατ Πνεμα, διαιρον δί κάστ καθς βούλεται. Καθάπερ γρ τ σμα ν στι κα μέλη χει πολλά, πάντα δ τ μέλη το σώματος το νός, πολλ ντα, ν στι σμα, οτω κα Χριστός· κα γρ ν ν Πνεύματι μες πάντες ες ν σμα βαπτίσθημεν…».

[7] Βασίλειος Τσίγκος, Θεσμική και Χαρισματική Διάσταση της Εκκλησίας, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 119.

[8] Πράξ. 20,28 «προσέχετε ον αυτος κα παντ τ ποιμνί…».

[9] Λκ. 10,2.

[10] Ματθ. 4,23-24 «Κα περιγεν λην τν Γαλιλαίαν ησος, διδάσκων ν τας συναγωγας ατν κα κηρύσσων τ εαγγέλιον τς βασιλείας κα θεραπεύων πσαν νόσον κα πσαν μαλακίαν ν τ λα κα πλθεν κο ατο ες λην τν Συρίαν· κα προσήνεγκαν ατ πάντας τος κακς χοντας ποικίλαις νόσοις κα βασάνοις συνεχομένους κα δαιμονιζομένους κα σεληνιαζομένους κα παραλυτικούς, κα θεράπευσεν ατούς».

[11] Ματθ. 8, 1-4.

[12] Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν των Αγίων Γραφών, χ.χ., χ.ε., λήμμα «λέπρα», σ. 562.

[13] Ιωάννης Χρυσόστομος, Κατά Ματθαον ΚΕ΄, PG 57, 329 « δ Δεσπότης, δεικνς τι οχ ς δολος, λλ’ ς κύριος θεραπεύει, κα πτεται. Ο γρ χερ π τς λέπρας γένετο

κάθαρτος, λλ τ σμα τ λεπρν π τς χειρς τς γίας καθίστατο καθαρόν».

[14] Λευιτ. 13,2-46.

[15] Smyth & Helwys Bible Commentary: Matthew, Smyth & Helwys Publishing Inc., USA 2006, σ. 180.

[16] Νικόλαος Καβάσιλας, Ες τήν Θείαν Λειτουργίαν ΛΘ΄, Φιλοκαλία τ. 22ος, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 190 «Καί γάρ σμα καί αμα Χριστο τ μυστήρια, λλά τ κκλησί τατα βρσις στι καί πόσις ληθινή. Καί τούτων μετέχουσα ο πρός άνθρώπινον ατά μεταβάλλει σμα, καθάπερ λλο τί σιτίον, λλ’ ατή μεταβάλλεται πρός κενα τν κρειτόνων περνικώντων».

[17] Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλία ΜΓ΄- πιτάφιος ες τν Μέγαν Βασίλειον πίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας, PG 46, 580 «Δι τοτο, οδ τος χείλε σιν πηξίου τιμν τν νόσον (εννοεί τη λέπρα), εγενής τε κα τν ε γεγονότων κα τν δόξαν πέρλαμπρος, λλ᾿ ς δελφος σπάζετο, οχ περ ν τις πολάβοι κενοδοξν (τίς γρ τοσοτον πεχε το πάθους;), λλ τ προσιέναι τος σώμασιν π θεραπεί δι τς αυτο φιλοσοφίας τυπν, κα φθεγγομένη κα σιωπσα παραίνεσις».  

[18] Ιωάννης Χρυσόστομος, Κατά Ματθαον ΝΗ΄, PG 58, 671 «Εσ μν γρ κα μικρο κα μεγάλοι κατ τν τς ρετς λόγον… Κα μν θεραπεύει τραύματα τν λώβην χόντων (εννοεί τους λεπρούς), δ χειραγωγε τν τυφλν, δ βαστάζει τν τ σκέλος πεπηρωμένον».

[19] π. Δημήτριος Κωνσταντέλος, Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια, εκδ. Φως, Αθήνα 1986, σ. 183.

[20] Ευσέβιος Καισαρείας, κκλησιαστικ στορία Ζ΄22,7, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 58 «ο γον πλεστοι τν δελφν μν δι᾿ περβάλλουσαν γάπην κα φιλαδελφίαν φειδοντες αυτν κα λλήλων χόμενοι, πισκοποντες φυλάκτως τος νοσοντας, λιπαρς πηρετούμενοι, θεραπεύοντες ν Χριστ, συναπηλλάττοντο κείνοις σμενέστατα, το παρ᾿ τέρων ναπιμπλάμενοι πάθους κα τν νόσον φ᾿ αυτος λκοντες π τν πλησίον κα κόντες ναμασσόμενοι τς λγηδόνας. κα πολλο νοσοκομήσαντες κα ώσαντες τέρους, τελεύτησαν ατοί, τν κείνων θάνατον ες αυτος μεταστησάμενοι».

[21] Ματθ. 25, 35, 40 «σθένησα κα πεσκέψασθέ με… φ’ σον ποιήσατε ν τούτων τν δελφν μου τν λαχίστων, μο ποιήσατε».

[22] ό.π., Ευσέβιος Καισαρείας, κκλησιαστικ στορία Ζ΄22,10, «τ δέ γε θνη πν τοναντίον· κα νοσεν ρχομένους πωθοντο κα πέφευγον τος φιλτάτους κν τας δος ρρίπτουν μιθντας κα νεκρος τάφους πεσκυβαλίζοντο, τν το θανάτου διάδοσιν κα κοινωνίαν κτρεπόμενοι, ν οκ ν κα πολλ μηχανωμένοις κκλναι ῥᾴδιον».

[23] Gary B. Ferngren, Medicine & Health Care in Early Cristianity, The Johns Hopkins University Press, Baltimore 2009, σ. 116.

[24]π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Συντροφεύοντας τον άνθρωπο που νοσεί, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2015, σ. 103.  

[25] Τατιανός, Πρς λληνας, PG 6, 845 «Φαρμακεία δ κα πν τ ν ατ εδος τς ατς στιν πιτεχνήσεως. ε γάρ τις π τς λης θεραπεύεται πιστεύων ατ, θεραπευθήσεται μλλον ατς δυνάμει θεο προσανέχων. σπερ γρ τ δηλητήρια συνθέσεις εσν λικαί, τν ατν τρόπον κα τ ώμενα τς ατς ποστάσεώς στιν. ε δ τν φαυλοτέραν λην παραιτούμεθα, πολλάκις κα δι τς φ’ τερον τν κακν τινος πιπλοκς άσασθαί τινες πιτηδεύουσι κα τος κακος κν πρς τ γαθν καταχρήσονται».

 [26] Αββάς Δωρόθεος, ργα σκητικά, εκδ. Ετοιμασία, Καρέας 2000, σ. 174 « πονηρός…θέλει γάρ κακοποισαι και μλλον χαίρει ος μη πάρχει κυβέρνησις. Διά τι; πειδή πίπτουσιν σπερ φύλλα…τους τοιούτους γαπ…τος κυβερνήτοις. 

[27] Γαλ. 6,7 «Μ πλανσθε, Θες ο μυκτηρίζεται».

[28] Λευτέρης Ζούρος, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάϊν-Δοκίμια πάνω στην τέχνη της κοινής λογικής, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2019, σ. 248.

[29] Γρηγόριος ο Θεολόγος, πολογητικός τς ες τόν Πόντον φυγς, Λόγος Β΄, PG 35, 480 «Καθαρθναι δε πρτον, ετα καθραι· σοφισθναι, κα οτω σοφίσαι· γενέσθαι φς, κα φωτίσαι· γγίσαι Θε, κα προσαγαγεν λλους· γιασθναι, κα γιάσαι».  

[30] Μάξιμος Ομολογητής, πιστολαί, πρός ωάννην πίσκοπον, PG 91, 624 «θεοποιεσθαί τε και θεοποιεν».   

[31] Ματθ. 15,14 «…τυφλς δ τυφλν ἐὰν δηγ, μφότεροι ες βόθυνον πεσονται».