Για το «Μέγα Μοναστήρι» - Ο Ηγούμενος της Μονής Τατάρνης Δοσίθεος

   γία το Θεο Σοφία, τ μέγα μοναστρι!

 


στορικς Προκόπιος Καισαρεύς, σύγχρονος τς ποχς πο «κάλλιστος νεώς» τς το Θεο Σοφίας νεγείρετο, γράφει στ ργο του «Περ κτισμάτων» (Ι΄, 1-78): « κκλησία τς γίας το Θεο Σοφίας εναι να θέαμα ξαισίου κάλλους, περφυσικ μν γι σους τ ντικρύζουν, πίστευτο δ γι σους λλοτε κονε ν μιλον γι’ ατό. κε νος νυψώνεται νάλαφρος πρς τν Θεό. Νομίζει πς ατς Θες δν βρίσκεται μακρυά, λλ κατοικε σ’ ατν τν να πο διος διάλεξε γι κατοικία. Κι ατ δν συμβαίνει μόνο κατ τν πρώτην πίσκεψι, λλ σες φορς κι ν τν πισκεφθ κανείς, εναι σν ν τν βλέπει γι πρώτη φορά. Κανες ποτ δν χόρτασε ν βλέπ ατ τ θέαμα».

 

σύρων ατς τς πενιχρς γραμμς χει πισκεφθ ατν τν να τν ναν μέτρητες φορές. σως φθάνουν κα τς κατό. Ποτ δν «νεπλήσθη», ποτ δν χόρτασε, ποτ δν μαθε τ μυστικά του. λο κα κάτι το ξέφευγε. Τί λέγω τάλας «κάτι»; Τ πλεστα. Προσπαθοσε ν μέν σο τ δυνατν μόνος γι ν μπορ ν φεύγ π τ παρν κα ν νιχνεύ τ παρελθόν, πισθοβατν γι ν ρμηνεύσ τ γιατί επε στ γκαίνια ουστινιανός: «Νενίκηκά σε, Σολομών»!

 

         Πλν μως τ «μόνος» το πάντοτε νέφικτον. Πάντα εναι γεμάτος π ρδς τουριστν. Γιαπωνέζοι μ σορτσάκια, γαλλιδολες μίγυμνες, γγλέζοι μ τν φωτογραφικ μηχαν κρεμασμένη στ στθος. λληνες φωνακλάδες· —Γιργο π δ! —Μαρία π κε! Πανσπερμία, συνονθύλευμα, Βαβέλ. Εσέρχονται μπουλουκηδν βιαστικοί, βιαστικο κοιτον ¬δ κα κε, βιαστικ φεύγουν, γι λίγο καθαρν έρα… νυποψίαστοι. Τουρίστες.

 

Τί γία Σοφία, τί μπλ τζαμί, τί κλειστή γορά! λα τ διο. Καλύτερα μως π λα εναι τ βραδυν σ χορος ριεντάλ… Ο προσκυνητα λάχιστοι. Εναι κενοι πο μπαίνοντας τ πόδια τους τρικλίζουν, τ μάτια βουρκώνουν, καρδι πάει ν σπάσ, τ δεξ χέρι σηκώνεται νεπαίσθητα γι ν κάμ τ σημεον το Σταυρο.



 

Ατός, ναί, ξέρει. Γνωρίζει τι δν μπαίνει σ μουσεο, λλ σ χρο γιασμένο, στν να τς το Θεο Σοφίας. Πληρώνει εσιτήριο, λλ τ λησμονε μέσως.

 

χει μάθει τι ρθόδοξος δν τιμ κα δν προσκυνε μόνον τς ερς εκόνες τ για λείψανα, λλ κα κάθε πέτρα που κάποτε τελετο θεία Λειτουργία, ετε τώρα εναι τζαμ ετε εναι μουσεο. «Βλέπει», ασθάνεται, σκέπτεται πράγματα γνωστα στος πολλούς. Βλέπει π’ ξω να γκδες κτίριο μ μόνο στόλισμα να σουβ, να κονίαμα βαμμένο μ νερομπογιά, ξεθωριασμένο. Εσέρχεται κα βλέπει σεμν μεγαλοπρέπεια. Φς λαρό, κολνες πορφυρς κα πράσινες, κιονόκρανα περίτεχνα, δαντέλα πραγματική. μως δν διερωτται γιατί τόση διαφορ το «ξω» π τ «μέσα». Γνωρίζει τι λατρεία το Τριαδικο Θεο δν γίνεται πως τν εδωλολατρν. κενοι λάτρευαν τος θεούς των ξω π τος ναούς. Ο ρθόδοξοι «σωθεν», μέσα στν ναό. Ν γιατί τόση διαφορά.

 

Εσερχόμενος κροποδητ διακρίνει δη στν νάρθηκα δικούς του νθρώπους γνωστος π παλιά. Εναι γιος Κωνσταντνος, ουστινιανός, Λέων Σοφός. Εναι ο ν Χριστ βασιλες τν ωμαίων. Μ κα εσερχόμενος ωμης εναι, ρα συγγενής. μόπιστος, μαίμων.

 

Πατάει στ φαγωμένα π τν χρόνο κα τν χρσι κατώφλια πο δηγον στν κυρίως να κα ναλογίζεται·

 

 «Πόσα πόδια γίων ν¬δρν, πατριαρχν, πισκόπων, παντς βαθμο κληρικν κα μοναχν πάτησαν κα λείαναν ατς τς «φλιάς»; Πόσοι ατοκράτορες, πόσοι πορφυρογέννητοι, πόσοι ξένοι πρεσβευτα πέρασαν π’ ατς τς θύρες, θαύμασαν κα ξέστησαν; Τί καμε τος ώσσους πεσταλμένους ν ναφωνήσουν «οκ σμεν ε σμεν ν οραν ν γ»; Πόσοι μαΐστορες τς ψαλτικς, πόσοι βαστακτα γέμισαν μ τς ψαλμδίες τους ατν τν πέραντο καθαγιασμένο χρο; Πόσοι πιστο «πώνυμοι» κα «νώνυμοι» προσευχήθηκαν κα μετέλαβαν τν χράντων Μυστηρίων π’ κείνη τν «για τράπεζά μας» δι χειρς γίων πρεσβυτέρων; Πόσα για λείψανα πρχαν; Πόσες θαυματουργς εκόνες»; Πς μπορ ν στέκεται κάτω π να τρολλο πο φαίνεται ν κρατται π χρυσ λυσίδα κατ’ εθεαν π τν ορανό; Πς μπορ ν ντέξ καρδι ταν ραματίζεται ν ψάλλ «ζερβ βασιλιάς, δεξι πατριάρχης»; Κι ν στρέψ τ βλέμμα πρς τ γιο βμα κα ντικρύσ κε ψηλ νθρονη τν Κυρία Θεοτόκο, βαστάζουσαν τν Κύριο τς δόξης, εναι δυνατν ν μ σιγοψάλ: «Τς Θεοτόκου Πόλις, τ Θεοτόκ προσφόρως, τν αυτς νατίθεται σύστασιν· ν ατ γρ στήρικται διαμένειν κα δι’ ατς περισζεται κα κραταιοται, βοσα πρς ατήν· Χαρε λπς τν περάτων τς γς»;

 

τενίζοντας τ τέσσαρα ξαπτέρυγα Σεραφεμ σο ρχεται ν ψάλς τν μνο το Μεγάλου Σαββάτου: «τς ψεις καλύπτοντα κα βοντα τν μνον, λληλούϊα». Διερωτσαι δ πς κενος νώνυμος ψηφιοθέτης κατώρθωσε ν δώσ νθρώπινη μορφ στος ρχαγγέλους Μιχαλ κα Γαβριήλ, κα ν βλέπεις σμα, ασθάνεσαι τ τν γγέλων σώματον.

 

ναβαίνουμε στ Κατηχουμενεα μέσ το κοχλία. Τ πς νεβαίνουμε μόνον Θες τ ξέρει! Κόβονται τ πόδια μας προσδοκντας τ τί θ δομε. δ συναθροίσθηκαν τόσες κα τόσες ερς Σύνοδοι γι ν καθορίσουν τς λεπτομέρειες το ρθοδόξου δόγματος. Φθάνουμε π τέλους στν Μεγάλη Δέησι. Μς καθηλώνει τ γλυκύ, ρεμο βλέμμα το Κυρίου. Ελογε τν καθένα π μς, τ μαρτωλ παιδιά Του. Εναι λεήμων, γαθς κα φιλάνθρωπος. Δέομαι: «Σσον, Κύριε, τν λάον σου κα ελόγησον τν κληρονομίαν σου». κ δεξιν δέεται το Κυρίου πανάμωμος Μήτηρ. Μο πενθυμίζει να διάλογο παλαι μεταξ ατς κα το Μονογενος:

 

«—Τί, Μτερ, ατες;

—Τν βροτν σωτηρίαν.

—Παρώργισάν με.

—Συμπάθησον Υέ μου.

λλ’ οκ πιστρέφουσι.

—Κα σσον χάριν.

ξουσι λύτρον.

—Εχαριστ σοι, Λόγε!».


 

 

ξ ριστερν το Κυρίου Τίμιος Πρόδρομος. Τ τς ρήμου κάλλιστον θρέμμα, ν γεννητος γυναικν μείζων, σκητικς «τακτον τν κόμην χων». κετεύει κα ατς πρ λαο μαρτηκότος. Χερες βανδάλων πέκοψαν π το ψηφιδωτο τν δεξιάν του χερα «τν ψαμένην τν κήρατον κορυφν το Δεσπότου». Κύκλ σου τουριστικ πλημμυρίς. Δν σ φήνουν οτε ν προσευχηθς, οτε ν δακρύσς, οτε ν σπασθς κάποια πτυχ το ἀῤῥάφου χιτνος.         

 

Λίγο παράμερα, στν γωνία π’ που α «εγενες κυρίαι» παρακολουθοσαν τν Θεία Λειτουργία, όρατοι πισθεν το δρυφράκτου, δο ο μορφς ατοκρατόρων κα συζύγων. Πρώτη μορφ Κωνσταντίνου το Μονομάχου, τρίτου συζύγου τς παραπλεύρως Ζως, τς κρως ζωηρς Ζως. Τ ψηφίδωμα νκε ες τν πρτον σύζυγό της, τν ωμαν τν ργυρό. Ατς πέθανε. μλλον «τν πέθανε». ρχεται δεύτερος, Μιχαλ Παφλαγών. Τν νάγκασε ν καλογερέψ. λθε κα τρίτος. Διατάσσει κα ξηλώνουν τν μορφ (το προσώπου μόνον, δι κα μφανς διόρθωσις) κα τν πιγραφ το πρώτου κα ψηφιοθετον τν μορφ κα τ νομα το τρίτου. πλ πράγματα κα πρ λίαν χριστιανικά! «ωμανο-Κωνσταντνος» κρατε «ποκόμβιον». να σακκολι μ τρες λίτρες χρυσο δι τς τήσιες νάγκες το ναο. τοποθετετο μάλιστα π τς γίας Τραπέζης κάστην Μεγάλην Πέμπτην. ξ ριστερν «εσεβεστάτη» Αγούστα Ζωή, ποία κατεσπατάλησε τ σοδα το κράτους πρς γορν καλλυντικν κα λοιφν π τν Κίνα δι ν φαίνεται βδομηντάχρονη ς εκοσάχρονη παρθένος. Ες τ μέσον νθρονος Κύριος ελογν (ναγκαστικς) τ ατοκρατορικ τερατουργήματα.

 

Δίπλα ωάννης Β΄ Κομνηνός, κα Καλοϊωάννης πονομαζόμενος δι τς ρετς ατο μετ τς Ογγαρέζας συζύγου ατο Ερήνης, ξανθς κα οδαλς. Σημειωτέον τι ατ «ξένη» δρυσε τν Μονν το Παντοκράτορος (σημερινο Zeyrek cami) μετ νοσοκομείου. στερον γένετο μοναχ πονομασθεσα Ξένη κα γίασε ορταζομένη τ 13 Αγούστου. Κα ες ατ τ ψηφιδωτν ατοκράτωρ κρατε «ποκόμβιον». Ες τ μέσον το ζεύγους χει ψηφιοθετηθε Κυρία Θεοτόκος ρθ βαστάζουσα τν παδα ησον ελογοντα τ ντως ελογημένον τοτο ζεγος. Ες τν γωνίαν ερίσκεται τ ψηφιδωτν το ατοκράτορος λεξίου μ μορφν νεαρο παιδιο, κα τοτο διότι βασίλευσεν ες λικίαν δώδεκα τν κα στραγγαλίσθη μετ τρία μόλις τη… μως διερωτμαι; «κεανς ες κοτύλην χωρε»; Χωράει νας κεανς σ’ να φλυτζάνι το καφέ; Προφανς χι. ξ λλου ρα πέρασε. Ο φύλακες σημαίνουν μ κώδωνα. Πρέπει ν ξέλθουμε.

 

Κάθομαι σ’ να παγκάκι ξω π’ τν γι Σοφιά, στν πέναντι κπο. Προσπαθ ν νειρευθ ξύπνιος. Διώχνω τος τέσσερις μιναρέδες. Κατεβάζω τν μισέληνο π τν τρολλο κα τοποθετ να λαμπυρίζοντα Τίμιο Σταυρό. Σκέπτομαι πς χώρεσαν μέσα σ’ ατ τν να τ πάθη κα ο καημο τς πονεμένης ωμιοσύνης, τς σταυρωμένης ρθοδοξίας! Τόση στορία, τόσοι θρύλοι, τόσες παραδόσεις! λθαν στ νο μου ατς ο πέροχες σωτερικς ρθομαρμαρώσεις πο γιναν τραγούδι: «σν τ μάρμαρα τς Πόλης πού ’ναι στν γι Σοφιά, τσι τάχεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια κα μαλλιά».



 

 

Ο λπίδες;

«Σώπασε, κυρ Δέσποινα, κα μν πολυδακρύζεις, πάλι μ χρόνια μ καιρούς, πάλι δικά μας θά ’ναι».

 

 Τ μοιρολόγια;

«Πουλί μ’ γιατί δν κελαηδες, ς κελαηδοσες πρτα;».

μισοτελειωμένη Λειτουργία, μαρμαρωμένος Βασιλης;

νειρα… νειρα… Ναί, μ ωμιοσύνη ζησε γιατ νειρευόταν.

ταν τ νειρα σβήσουν θ χαθ κι ατή;

Τ λέει θνικς τς Κύπρου ποιητής, Μιχαηλίδης:

« ωμιοσύνη ν’ ν χαθ ντας κόσμος λείψει»…

 

—Ξύπνα, πάτερ, σ πρε πνος! Νύχτωσε, φεύγουμε!

 

Νύχτωσε… « λιος γνω τν δύσιν ατο». Φεύγουμε, μ καρδιά μας ξεριζωμένη μένει πίσω. Πίσω στν Πόλι τν νείρων μας, πίσω στν γι Σοφιά, τ μέγα μοναστρι…



 

 

ρχιμ. Δοσίθεος

γούμενος ερς Σταυροπηγιακς Μονς Παναγίας Τατάρνης

 

ΥΓ. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο «Αγιολόγιο» του έτους 2016 της Εταιρείας Βυζαντινών Μελετών του Νομού Πρεβέζης, που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως.