Ψυχή μου, ψυχή μου, πού ανατέρπεσαι;

    «Ο καιροί ο μενετοί». Ο Θουκυδίδης διαπερνά το ιστορικό συνεχές των αιώνων με μία του φράση. «Κάθε εποχή έχει τις δυσκολίες της, ας μην υπερβάλλουμε». Το ακούμε, συχνά, ολοένα συχνότερα. Αρκεστήκαμε στην απατηλή εμμονή σε μια στάση αλληλοδιάδοχων συμβιβασμών επί μακρόν, συμβιβασμών σε κάθε πεδίο της ύπαρξης και της δημιουργίας μας. Ενόσω καταρρέουν, στην εγγενή τους αποτυχία παραδιδόμενοι, οι «εκσυγχρονιστικοί» προσανατολισμοί που δεν έστερξε ο τόπος τούτος να κάμει κομμάτι του εαυτού του, ιδέες, ιδεολογίες, «οράματα», νοοτροπίες που ενιαίως συναποτέλεσαν το δόγμα της προόδου του τελευταίου μισού αιώνα, ο αείζων στα μετερίζια της παγκόσμιας σκέψης ιστορικός κραυγάζει: «ο μενετοί». Οι καιροί σας, ναι, «ο μενετοί». Σημαίνει η γης αυτή, σημαίνει η ιστορία της, σημαίνει ο Θεός, θέτοντάς μας ευθέως ενώπιος ενωπίω με τούτη τη μικρή-μεγάλη γη της πατρίδας μας, με την ιστορία της, μαζί Του. Ο νεοφανείς εν Ευβοία άγιος Ιάκωβος το μαρτυρά απερίφραστα: «Παιδιά μου, σήμερα οι καιροί είναι δύσκολοι, οι ημέρες πονηρές. Γι’ αυτό, ν’ αγωνιζώμαστε…».




Όλοι μας διανύσαμε ως τώρα το πρώτο μισό ενός έτους, στο οποίο η ταχύτητα, το μέγεθος, η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μεταβολών που λαμβάνουν χώρα καθηλώνουν κάθε σκεπτόμενο νου στο έδρανο του βαθέος προβληματισμού. Πολλώ δε μάλλον το περιεχόμενο αυτών των μεταβολών εγχάραξε βαθιά στις ευαίσθητες τω Χριστώ ψυχές, που περιδυνήθησαν στους στροβίλους της θλίψης, της πικρίας, της οργής. Εμπεδώνεται πια στις συνειδήσεις πως η πολυεπίπεδη κρίση που επέφερε ο κορωνοϊός τερμάτισε πολλές θεατρικές παραστάσεις που παίζονταν επί δεκαετίες, έφλεξε αυταπάτες, κατέδειξε ελλείμματα και ανεπάρκειες, οδήγησε σε σύγκρουση το εν λόγοις ιδεατό με το εν ταις πράξεσι εφικτό και υπαρκτό. Έριξε φως στο σύνολο ως κοινωνία, κοινωνική ομάδα, δίκυο σχέσεων, αλλά και στον καθένα μεμονωμένα ως πρόσωπο, ως πρόσωπο ευθύνης, παρά ως άτομο δομικό λίθο του συνόλου ή κεκρυμμένο στα αχανή πεδία των σύγχρονων συνόλων, όπως τα τελευταία έχουν διαμορφωθεί. Γέννησε, έτσι, σε πολλούς το από καιρό δολοφονημένο ερώτημα (χάριν εμάρειας): πόσο καλά ζούμε τον Θεό;

 

Προφανώς, το ερώτημα θα αφορά τους πιστούς. Σαφέστατα όχι μόνο! Αφενός, γιατί δονούν τα λόγια Του «ο χρείαν χουσιν οἱ ἰσχύοντες ατρο, λλ᾿ ο κακς χοντες· οκ λθον καλέσαι δικαίους, λλὰ ἁμαρτωλος ες μετάνοιαν». Αφετέρου, διότι το μικρόβιο της υποκριτικής, της κατ’ επίφαση σχέσης πίστεως μολύνει ανεξέλεγκτα, τόσο που έρχονται στη θύμηση και άλλοι λόγοι Του, τα φοβερά «οα», να σείσουν συθέμελα το οικοδόμημα της ύπαρξής μας, μήπως «ξωθεν μν φαίνεσθε τος νθρώποις δίκαιοι, σωθεν δ μεστοί στε ποκρίσεως καὶ ἀνομίας».



 

Πόσο καλά ζούμε τον Θεό, λοιπόν; Αν λάβουμε υπ’όψιν ότι τα έργα και ο τρόπος του βίου αντανακλούν τη στάση καθενός απέναντι στο προτεθέν ερώτημα, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι τραγικά λίγο. Τραγικά λίγο προσεγγίζουμε τον Θεό. Άρα, πόσο Τον εμπιστευόμαστε (ρίζα της πίστης), δεδομένου ότι επιλέγουμε να μετέχουμε λίγο σε ό,τι έχει να μας προσφέρει, δεδομένου ότι λίγα από τον τρόπο και τις προτροπές Του συνειδητά αποδεχόμαστε; Ακόμα λιγότερο! Είναι γνωστό ότι διαχρονικά οι όντως πιστοί συγκροτούν το λεγόμενο «(υπο)λείμμα». Μας υπογράμμισε, εντούτοις, ότι ήρθε να σώσει τους «εξωλειμματικούς», αφήνοντάς μας εισιτήριο για «τη χαρά του Κυρίου» μας, εφόσον Τον αναγνωρίζουμε ως την πηγή της χαράς και της ζωής, δηλαδή ως Θεό.


Η σταδιακή μεταλλαγή του σύγχρονου ανθρώπου γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη. Ειδικά για την απόκτηση του πολυπόθητου τούτου χαρκατηρισμού, «μοντέρνος/σύγχρονος» άνθρωπος, απαιτείται η δοκιμασία της απένδυσης του χιτώνα της θρησκευτικής πνευματικότητας. Καταμαρτυράται δε επ’ αυτού ότι επιδεικνύεται μια ιδιαίτερη προτίμηση στην Ορθοδοξία, σε πανελλήνιο αλλά και διεθνές επίπεδο. Η δοκιμασία να υπερβεί κανείς την οπισθοδρομική και υπερφυσική προσέγγιση της Ορθοδοξίας, των μισαλλοδοξιών, των δογμάτων, του οικονομικού ελέγχου που ασκεί στους αμνούς... ή, ισοδύναμα, η προσπάθεια να εξοβελιστεί η Ορθοδοξία στις εξώτατες παρυφές του προτύπου του σύγχρονου ανθρώπου ως δείγμα αντιπολιτισμού, κλειδώνοντάς την στο χρονοντούλαπο λόγω της προσδιδόμενης σε αυτήν κειμηλιακής αξίας, είναι αξιοθαύμαστη. Ακόμα φοβερότερο ότι, συνειδητά ή ασυνείδητα, ίσως κι εμείς να συντελούμε σε αυτό. Το πιο ανησυχητικό· όταν, ενώ τα ράβουμε όλα στα μέτρα μιας νεωτερικής παρα-πνευματικότητας, αποθρασυνόμαστε (ας μου επιτραπεί ο όρος, αυτόχρημα βαρύς) ως κοινωνία και είτε διενεργούμε είτε παρκολουθούμε αδιάφοροι, αμέριμνοι κι αναλωνόμενοι σε άλλα το ράψιμο ενός τέτοιου κοστουμιού και για τον ίδιο τον Θεό. Γιατί, κατεβάζοντάς Τον στα ανθρώπινα μέτρα, πιο εύκολα αιτιολογεί κανείς τη χειρουργική Του αφαίρεση από κάθε γωνιά της ψυχής των ανθρώπων, ανθρώπων που διψούν, που διψούν τον Θεό, εκ των υστέρων συνειδητοποιώντας το. Έτσι, περιπτυσσόμαστε στους κόλπους της ψευδαίσθησης ότι Τον ξέρουμε δα κι αυτόν τον Χριστό, βλέπουμε και στις Εκκλησίες τί γίνεται, και τους παππάδες, «σε γενικές γραμμές καλά, αλλά...».

 

Θέτω ξανά το ερώτημα. Βλέπουμε; Ξέρουμε; Ίσως θα ήταν αρκετά εντιμότερο να παραδεχτούμε την απομάκρυνση από τον Θεό, καθότι η συνειδητοποίηση αυτή συνιστά θεμέλιο λίθο της μετάνοιας. Τα όμματα της ψυχής σκεπάζονται σήμερα από δυο πέπλα βαριά: εσωτερικά από τον εγωισμό, εξωτερικά από τον υλισμό. Ώδινεν το δημιούργημα ενός τέτοιου προοδευτισμού και έτεκεν τύφλωση. «Νος ρ κα νος κούει», μάλιστα για να δει και να ακούσει είναι ανάγκη το αισθητήριο όργανο να είναι ευαισθητοποιημένο και λειτουργικό. «Μονάχα με την καρδιά βλέπει κανείς πραγματικά. Τα ουσιώδη είν’ αόρατα στο μάτι» λέει κι η μικρή αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα του Γάλλου λογοτέχνη Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ως προς το δεύτερο ρήμα («ξέρουμε;»), μάλλον βαυκαλιζόμαστε... Πόσοι ρωτήσαμε ή παρακολουθήσαμε το έργο των ιερέων; Άνθρωποι κι αυτοί, χρισμένοι τη Χάριτι την ειδική ιερωσύνη, μολαταύτα ποιμαίνουν τόσους και τόσους ετερόκλητους ανθρώπους, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή για όλους. Με την εν Χριστώ μυστική διακριτικότητα σώζουν πλήθος ανθρώπων απελπισμένων και διψώντων τον Θεό· επιτελούν σωτήριο έργο. «Αλλά αυτά κάνουν οι παππάδες στην Εκκλησία, χωρίς να τα διαφημίζουν» εύστοχα μας επισημαίνει μακαριστός ιεράρχης, σε έναν κόσμο που η υπόσταση οιουδήποτε πράγματος έγκειται στην αποτελεσματική του προβολή. Παράλληλα, εκατομμύρια μοναχοί και μοναχές δέονται κάθε στιγμή «πέρ το σύμπαντος κόσμου» στον «χοντα τα σύμπαντα ν τ δρακί Ατο». Καθημερινά συμβαίνει σε ναούς κι όχι μόνο το μεγαλύτερο θαύμα: αυτό της μεταστροφής του ανθρώπου. Πόσο έχει υποτιμηθεί... Ωστόσο, συμβαίνει και θα συμβαίνει εις τον αιώνα, αφού η αγάπη Του δεν χωροπεριορίζεται στα ανθρώπινα καλούπια, παρά λάμπει και φωτίζει το σώμα των αγαπώντων Αυτόν, την Εκκλησία, αίροντας τα βασανιστικά αδιέξοδα του κόσμου που φτιάχνουμε.



 

Έπειτα, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι γνωρίζει (με την πληρότητα του απόλυτου που αποδίδουμε στον όρο) τον Χριστό; Θεολογική ακροβασία... Αυτόματα, όμως, μεταφερόμαστε στην απορία: σκιρτάμε λιγάκι να εισέλθουμε στη διαδικασία να Τον γνωρίσουμε; Όχι να ακούμε ή να παρακολουθούμε όσα οι άλλοι λένε για Αυτόν. Να αποπειραθούμε το δικό μας πείραμα γνωριμίας μαζί Του. Να Τον αμφισβητήσουμε, να διαβάσουμε τα παραγγέλματα με τα οποία προικοδότησε την ανθρωπότητα, να χτίσουμε δίαυλο επικοινωνίας μαζί Του, στρεφόμενοι έσω και άνω. Τραβώντας την κορδέλα του κοσμικού περιβλήματος, θα μας εκπλήξει το περιεχόμενο. Θα συναντήσουμε τους δύο πιο δικούς μας αγνώστους: εαυτόν και Θεόν. Διότι όσο αμελούμε τον Θεό, εξίσου αμελούμε και τη φροντίδα του εαυτού μας, την αναζωπύρωση της ψυχοπνευματικής του υπόστασης. Άλλωστε, αν ατροφεί ο ομφάλιος λώρος με τον Τροφοδότη της ψυχής, αναπόδραστα και η ψυχή θα ατροφήσει. Το απαλό αεράκι του μεταμεσονυκτίου κουβαλά τούτο τον λόγο του αγίου Κοσμά ως εχέγγυο: «Ψυχή κα Χριστός σς χρειάζονται». Των δύο αυτών τα υπόλοιπα έπονται. Στων δύο αυτών την ακλόνητη βάση αίρεται η σύγχυση που κατατρύχει την ανθρωπότητα στην τωρινή της φάση κι ακολουθεί η απλότητα του ρηθέντος υπό του Αποστόλου Παύλου: «Τά μέν πισθεν πιλανθανόμενος τος δέ μπροσθεν πεκτεινόμενος» σε ένα διηνεκές «carpe diem».

 

Η κολυμβήθρα αυτή είναι καμίνι. Καμίνι ανθρώπων με διάθεση αγωνιστική, αλλοιωτική, τόσο κατά τον εσωτερικό αγώνα της αυτοβελτίωσης, του συμπλησιάσματος με τον Χριστό, όσο και κατά τον εξωτερικό εμπνεόμενοι από το όραμα μιας αληθινής κοινωνίας ανθρώπων. Η κατανόηση των καιρών ως «ο μενετν» έγκειται στο συμπέρασμα του αγίου Ιακώβου: «Γι’αυτό, ν’αγωνιζόμαστε...». Να αγωνιζόμαστε για όσα έχουμε κατασταλάξει πως είχαν, έχουν και θα έχουν αξία, όσα νοηματοδοτούν και πλουτίζουν τον άνθρωπο ως πρόσωπο και ως εικόνα Θεού, όλα όσα τάχα βλέπουμε κι εντέλει βροντά η απουσία τους. Τότε και τα έργα μας, όπως γλαφυρότατα ο άγιος Παΐσιος μας νουθετεί, θα «αντέχουν το φως της μέρας».



 

Κι αλλού, μας εφιστά την προσοχή: «Όταν θυσιάζεται κανείς ταπεινά, τότε έχει αγάπη και τότε συγκινεί τον Θεό». Η έννοια αυτής της θυσίας με τις βαθιές της ρίζες αποτελεί κτήμα ξένο για τον σύγχρονο κόσμο. Αποστάζει, ωστόσο, από τη συνειδητή επιλογή ζωής και τη σταθερή άρση στο ύψος της ευθύνης που συνακολουθεί την επιλογή αυτή «ν’αγαπήσουμε τον Θεό και μηδέν να προτιμήσουμε της αγάπης Αυτού» (άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης). Επιλογή εσωτερικής αναχώρησης προς την Ελευθερία και την Αγάπη που αποτελεί ο Θεός. «Μακάριος» ο άνθρωπος αυτός... Ή, φιλοσοφικότερα, «ε-δαίμων»!

 

Στη διαδρομή αυτή, τέρπεται και ανατέρπεται η ψυχή διά της ανατροπής. Η εμπιστοσύνη στον Θεό αφήνει τη ζωή να εξελίσσεται σαν ένα ατέρμονο παιχνίδι ανατροπών, θετικών κι αρνητικών, πασών εναρμονισμένων με τη γλυκύτατη θεία παιδαγωγική. Από έκπληξη σε έκπληξη, από ανατροπή σε ανατροπή, ο άνθρωπος αποζητά ολοένα και περισσότερο από αυτό που λαμβάνει: Θεό. Σαν έναν κύκλος ακατάπαυστης θετικής ανατροφοδότησης, με όρους θετικών επιστημών, όπου η βίωση της γεύσης του θείου ως τελικό προϊόν μίας σε αυτό αποσκοπούσας προσπάθειας δρα επαγωγικά στη γένεση της ίδιας ακριβώς ανάγκης προσέγγισής Του έτι περαιτέρω. Θαυμαστός τρόπος! Τούτα τα -εν τω βάθει- θαυμαστά και αναρίθμητα τόσα άλλα απογεννά η δοτική και ζωντανή σχέση με τον Θεό. Αυτά αποτελούν το ισχυρότερο ερέθισμα να δοκιμάσουμε να αναζωογονήσουμε τη σχέση αυτή, εννοώντας σταδιακά την αξία της για την ανθρώπινη υπόσταση. Το πείραμα έχει στηθεί και μας περιμένει προαιωνίως!

 

Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος, άνθρωπος φωτισμένος, σε ομιλία του τράβηξε τη γραμμή της αφετηρίας του αγώνα τούτου, λέγοντας το μνημειώδες: «Δεν πιστεύω σε καμία θρησκεία. Δεν πιστεύω σε καμία ιδεολογία. Πιστεύω στη ζωή. Γι’ αυτό είμαι στην Εκκλησία».



 

 

12 Ιουλίου 2020

(Μνήμη του αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου)

Λιάτσος Αλέξανδρος