Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος (8 Ιουλίου)

 Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (290 μ.Χ.), με το όνομα Νεανίας. Ο πατέρας του ο ευγενής Χριστοφόρος ήταν χριστιανός, και η μητέρα του η Θεοδοσία ειδωλολάτρης. Έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία και η μητέρα του τον ανέθρεψε ως ειδωλολάτρη, παραδίδοντάς τον ως υπηρέτη στον Διοκλητιανό, ο οποίος τον έκανε δούκα της Αλεξάνδρειας της Συρίας, με την εντολή να διώξει τους χριστιανούς.

 


Ταξιδεύοντας νύχτα προς την Αντιόχεια με δύο αξιωματικούς έγινε σεισμός, ο ουρανός φωτίσθηκε από αστραπές και ο καλοπροαίρετος Νεανίας άκουσε φωνή εξ ουρανού, να τον απειλεί με θάνατο, εάν εκτελέσει τη διαταγή του Διοκλητιανού. Ζήτησε από τη φωνή να του φανερωθεί, οπότε εμφανίστηκε μπροστά του ένας κρυστάλλινος Σταυρός και η φωνή είπε: «γ εμαι ησος, σταυρωμένος Υἱὸς το Θεο». Το θαύμα αυτό τον οδήγησε στην πίστη και αφού κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε και έγινε χριστιανός με το όνομα Προκόπιος.

 

Ως χριστιανός με τον Σταυρό στο λάβαρο όρμησε στις μάχες κατά των Σαρακηνών και επέστρεψε νικητής στην Αλεξάνδρεια. Η μητέρα του, χαρούμενη για τις νίκες του υιού της, τον προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα για να ευχαριστήσει τους θεούς, αλλά ο Προκόπιος της απάντησε ότι οι νίκες έγιναν με τη δύναμη του Χριστού και όχι των ειδώλων. Αμέσως η μητέρα του τον ανέφερε στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε τον ηγεμόνα της Καισαρείας Ούλκιο, να εξετάσει τον Προκόπιο για την αλλαγή της πίστης του. Οδηγήθηκε στο ναό των ειδώλων, όπου με την προσευχή του ο Προκόπιος συνέτριψε τα είδωλα. Με το θαύμα αυτό πίστεψαν πολλοί, μεταξύ αυτών οι δύο τριβούνοι ακόλουθοί του, Nικόστρατος και Aντίοχος, δώδεκα άγιες γυναίκες Συγκλητικές, καθώς και η μητέρα του.



 

Αμέσως δόθηκε εντολή να αποκεφαλιστούν όλοι όσοι είχαν πιστέψει και ο άγιος να υποστεί φρικτά βασανιστήρια. Ο Προκόπιος υπέμενε με μεγάλη καρτερία όλα τα μαρτύρια και τα ξεπερνούσε με την βοήθεια του Θεού. Τέλος δόθηκε εντολή να τον αποκεφαλίσουν και έτσι ο γενναίος αγωνιστής παρέλαβε το στεφάνι της αιωνίου ζωής.



 

πολυτίκιον. χος πλ. α'. Τν συνάναρχον Λόγον.

γρευθείς ορανόθεν πρς τν εσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων σπερ Παλος Χριστ, τν Μαρτύρων καλλον Μάρτυς Προκόπιε, θεν δυνάμει το Σταυρο, ριστεύσας εκλες, κατήσχυνας τν Βελίαρ, ο τς κακίας τρωτους, σζε τος πόθω σ γεραίροντας.



 

κ τς ερς Μονς