Η Αγία Μακρίνα (19 Ιουλίου)

 Στην πλουσιότατη γραμματεία των Αγίων Πατέρων, υπάρχει ένα ξεχωριστό κείμενο του Γρηγορίου Νύσσης, αφιερωμένο στην πρωτοπόρο γυναικεία οσιακή μορφή της Μακρίνας, της οποίας η προσωπική ζωή ήταν ασκητική «μεθόριος ην της τε ανθρωπίνης και της ασωμάτου φύσεως». Η «θεολόγος», η «φιλόσοφος», η «διδάσκαλος» Μακρίνα, έθρεψε πνευματικά χορείες παρθένων με το  παράδειγμά της, και τις οδήγησε προς την Άνω Ιερουσαλήμ, την Ουράνια Βασιλεία. Θαυμάζει καθένας το πνευματικό ανάστημα της «Μεγάλης» αδελφής, που συνέβαλε στην πνευματική ωρίμανση των αγίων αδελφών της - Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου Νύσσης, Πέτρου Σεβαστείας και Ναυκρατίου. Ο Γρηγόριος τη θεωρεί σημαντικότατο παράγοντα για την εξέλιξη των αδελφών της, αφού έγινε για αυτούς "πατέρας, μητέρα, παιδαγωγός, σύμβουλος για κάθε αγαθό". (Γρηγορίου Νύσσης, "Εις τον Βίον της Οσίας Μακρίνης", Άπαντα Ε.Π.Ε., τ.9, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 335-390).

 



Ο Γρηγόριος βρέθηκε τις τελευταίες στιγμές κοντά στη Μακρίνα και καθώς την έβλεπε, διαισθανόταν ότι έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Είχε τέλεια αταραξία ακόμη και τώρα, που περίμενε το θάνατο. Δεν δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρόνημα όσα είχαν αποφασιστεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της. Έβλεπε τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες τον θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον «Ποθούμενο» Λυτρωτή, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνεται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος.



 

 

Η τελευταία προσευχή της Μακρίνας

 

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου. Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής. Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θα-νάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου. Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλάχνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου. Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.      

                                                                                              

Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο. Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου. Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας. Θεέ αιώνιε, Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα, Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη. Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.

 

Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτεινό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυχές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων. Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου. Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.     


                                                

Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.

 

Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς. Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή. Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου».

 

Και όταν η προσευχή ετελείωσε, τα μάτια της είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε. Και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.



 


πολυτκιον. χος πλ. δ’.

ν σο Μτερ κριβς διεσώθη τ κατ εκόνα· λαβοσα γρ τν σταυρόν, κολούθησας τ Χριστ, κα πράττουσα δίδασκες, περορν μν σαρκός, παρέρχεται γάρ· πιμελεσθαι δ ψυχς, πράγματος θανάτoυ· δι κα μετ γγέλων συναγάλλεται, σία Μακρίνα τ πνεμα σου.



 

 

κ τς ερς Μονς