Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν γιος του
Ζεβεδαίου και της Σαλώμης από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και πρεσβύτερος
αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Ασχολούνταν με την αλιεία στη λίμνη της
Γενησαρέτ, όπου έγινε η κλήση τους από τον Χριστό να τον ακολουθήσουν και οι
δύο αδελφοί «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ»
(Μαρκ. 1,20). Ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης εκλήθησαν υιοί βροντής για το μεγάλο ζήλο
που επέδειξαν ως μαθητές του Κυρίου και μαζί με τον Πέτρο, έγιναν μάρτυρες
πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι άλλοι Απόστολοι.
Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της
Μεταμορφώσεως του Κυρίου, είδαν την θαυμαστή ανάσταση της κόρης του
αρχισυναγώγου Ιαείρου και είχαν την τιμή να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά
Του, κατά τις ώρες της προσευχής Του στον κήπο της Γεσθημανής. Η οικειότητα
αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της
μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του,
παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Τον Ιάκωβο χαρακτήριζε ζωηρός ενθουσιασμός
και βαθιά πίστη.
Μετά την Πεντηκοστή, ο Απόστολος Ιάκωβος
ανέλαβε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο
πλήθος ανθρώπων μεταστρέφονταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρις στο
έργο του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι
τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν το 44 μ.Χ. επί Ηρώδου Αγρίππα. Ο Ιάκωβος
είναι ο πρώτος μάρτυρας μεταξύ των Αποστόλων.
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του
Αποστόλου Ιακώβου στις 30 Απριλίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων,
κατεβρόντησας, τῆ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ
ποτήριον τούτου ἐξέπιες,
μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε,
μετά καί τοῦ συγγόνου
σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ
καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν,
Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε·
ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν
σε.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς