Η Μετάνοια διά της Ταπεινώσεως


   Ο ιερός Χρυσόστομος διδάσκει ότι η μετάνοια είναι θεραπευτικό μέσο της αμαρτίας και για να δρέψουμε τους καρπούς της, πρέπει να είναι έμπρακτη και ουσιαστική. Μία βασική οδός της μετανοίας είναι η ταπεινοφροσύνη. Η μετάνοια συνδυασμένη με την ταπείνωση βοηθάει να εξαφανισθεί το κακό, εξαλείφει πλήθος αμαρτιών. Ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς είναι μεγάλος και ταπεινώνει τον εαυτό του, όπως ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος έλεγε ότι είναι ο ελάχιστος των αποστόλων «ς οκ εμί κανός καλεσθαι πόστολος» (Α΄ Κορ. 15,9). Η τελεία εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού, αυτή είναι η αγία ταπείνωση, η οποία μεταμορφώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά θεοειδή. Μοιάζει με τον Θεό στην ταπείνωση και στην αγάπη στους αδελφούς μας. 


Ο ταπεινός πιστεύει ότι όλα εξαρτώνται και κατευθύνονται από τον Χριστό και ότι ο Χριστός του δίδει την χάρη Του και μέσω άλλων ανθρώπων.
  



Ο σύγχρονος άγιος Παΐσιος
υπήρξε ταπεινός και αληθινός υποτακτικός

Πέρα από τον φωτισμένο νου και την διάκρισή του, για σοβαρά θέματα ο Γέροντας Παΐσιος ελάμβανε πληροφορία από τον Θεό κατόπιν αιτήσεως ή και εκτάκτως. Παρά ταύτα, όταν επρόκειτο για καθαρώς προσωπικά του θέματα, από πολλή ταπείνωση δεν αναπαυόταν να ακολουθεί το προσωπικό του θέλημα, αλλά ρωτούσε και έκανε υπακοή σε άλλους Γέροντες, Πνευματικούς, Επισκόπους, ακόμη και σε πνευματικά του τέκνα.





Έλεγε: «Όσο σωστή και αν είναι η γνώμη μου για κάποιο θέμα δικό μου, δεν μπορώ να έχω εμπιστοσύνη, γιατί είναι δική μου. Ο γιατρός, όταν αρρωστήσει, δεν κάνει μόνος του διάγνωση. Πηγαίνει σε άλλον γιατρό, έστω και κατώτερό του». Ο Γέροντας τον πρώτο καιρό που πήγε στην “Παναγούδα”, άκουγε πικρόχολα σχόλια μερικών που ενοχλούνταν από τους πολλούς επισκέπτες. Σκέφθηκε να αλλάξει Κελλί. Πήγε και ρώτησε τον Πνευματικό, παπα-Νικόδημο, ο οποίος του απάντησε: «Να μη φύγεις, εκτός αν σου πει η Ιερά Κοινότης». Έκανε υπακοή και παρέμεινε.



 Κάποτε τον καλούσαν στον Καναδά. Ρώτησε τα πνευματικά του τέκνα, όπως ο μέγας Αντώνιος ρωτούσε τον μαθητή του αν πρέπει να πάει στην Κωνσταντινούπολη, και υπακούοντας στην γνώμη τους, δεν πήγε. Σκέφθηκε να φυτέψει μερικά κλήματα στην αυλή της “Παναγούδας”, για να κάθωνται στον ίσκιο οι προσκυνητές. Όταν όμως κάποιος από τους πατέρες δεν συμφώνησε, υπάκουσε και δεν φύτεψε.

Όταν είχε θεία Λειτουργία στο Καλύβι του, ρωτούσε τον ιερέα τι ήθελε να διαβάζει μέχρι να προσκομίσει, Ώρες, Παράκληση, την θεία Μετάληψη ή να λέγει την ευχή. «Συνηθίζω να κάνω υπακοή σε ό,τι θέλει ο ιερέας», έλεγε.

Αν υπακοή είναι εκκοπή του θελήματος και «εφέσεως οικείας ξενισμός», ο Γέροντας ήταν μέχρι τέλους αληθινός υποτακτικός. Πρώτα με την καταφρόνηση της σαρκικής αναπαύσεως. «Το κόψαι το θέλημα εν τω κελλίω καθήμενόν εστι το καταφρονήσαι της σαρκικής αναπαύσεως κατά πάντα». Έπειτα με τον κόσμο που τον απασχολούσε, έφθανε σε σημείο να μην μπορεί να «ορίσει τον εαυτό του».



Ακόμη και αν κρύωνε ή πεινούσε ή ασθενούσε ή, το χειρότερο στο τέλος με την αιμορραγία, αν ήθελε να πάει για σωματική του ανάγκη, υπέμενε με καρτερία και έκοβε όχι μόνο τα φυσικά του θελήματα αλλά και τις πλέον απαραίτητες ανάγκες του. Επινοούσε ακόμη τρόπους και μεθόδους να κόβει το θέλημά του, δίδοντας παράδειγμα υπακοής.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι διανοήθηκαν και είπαν: «Πού κάνει υπακοή ο γερω-Παΐσιος; Δεν ξέρουμε ποιον έχει Γέροντα». Για τον Γέροντα ήταν ευκολία, χαρά και ανάπαυση να ζει στην υπακοή. Αλλά ο Θεός του είχε αναθέσει άλλο έργο.



Έλεγε: «Μπορώ να κάνω τυφλή υπακοή, αλλά όταν έχω κάποια ευθύνη (δηλαδή πνευματική ως Γέροντας), πρέπει να πάρω πρωτοβουλία».


ΠΗΓΗ: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 398.




κ τς ερς Μονς