Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε.
Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην
αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με
μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη
στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της Υμνογράφου Μοναχής
Κασσιανής. Η γνήσια αληθινή μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας δηλώνεται μέσα από
την υμνογραφία του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης, ήδη από τα πρώτα καθίσματα:
«Ἡ Πόρνη ἐν κλαυθμῷ, ἀνεβόα οἰκτίρμον, ἐκμάσσουσα θερμῶς, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς, καὶ ἐκ βάθους στενάζουσα. Μὴ ἀπώσῃ με, μηδὲ βδελύξῃ Θεέ μου, ἀλλὰ δέξαι με, μετανοοῦσαν, καὶ σῶσον, ὡς μόνος φιλάνθρωπος».
Η αμαρτωλή γυναίκα προσφέρει στον Κύριο
με μεγάλη μετάνοια τα δάκρυά της και το πολύτιμο μύρο και ως μυροφόρος
προετοιμάζει τον ενταφιασμό του Χριστού. Ως εκ τούτου την αμαρτωλή γυναίκα η
μετάνοιά της την ανυψώνει σε μυροφόρο. Έτσι και κάθε αμαρτωλός έχει την ελπίδα
της σωτηρίας, διά της ειλικρινούς μετανοίας και της απαρνήσεως κάθε κακίας από
τα βάθη της ψυχής, μπορεί να αξιωθεί της συγχωρήσεως από τον Φιλάνθρωπο Κύριο.
Όντως είναι μεγάλη η δύναμη της μετανοίας!
Δόξα Πατρὶ
..Καὶ νῦν….ἦχος πλ.δ’.
Ποίημα Κασσιανῆς Μοναχῆς
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ, κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει, καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις, ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου)
{Κύριε, η
γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, έγινε
μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε
οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως
φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις
πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και
κατέβηκες στη γη. Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι
με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και
των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην
καταφρονήσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.}
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς