Η Αγία και Μεγάλη Τετάρτη (2020) - Όρθρος


Τ γίᾳ κα μεγλ Τετρτ, τς λειψσης τν Κριον μρ πρνης γυναικς, μνεαν ποιεσθαι ο θειτατοι Πατρες θσπισαν, τι πρ το σωτηρου Πθους μικρν τοτο γγονε.
 



Η Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στην αμαρτωλή γυναίκα (Λουκ. 7,47), που μετανιωμένη άλειψε τα πόδια του Κυρίου με μύρο και συγχωρήθηκε για τα αμαρτήματά της, γιατί έδειξε μεγάλη αγάπη και πίστη στον Κύριο. Ψάλλεται το περίφημο τροπάριο (δοξαστικό) της Υμνογράφου Μοναχής Κασσιανής. Η γνήσια αληθινή μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας δηλώνεται μέσα από την υμνογραφία του Όρθρου της Μεγάλης Τρίτης, ήδη από τα πρώτα καθίσματα:

« Πρνη ν κλαυθμ, νεβα οκτρμον, κμσσουσα θερμς, τος χρντους σου πδας, θριξ τς κεφαλς ατς, κα κ βθους στενζουσα. Μ πσ με, μηδ βδελξ Θε μου, λλ δξαι με, μετανοοσαν, κα σσον, ς μνος φιλνθρωπος».




Η αμαρτωλή γυναίκα προσφέρει στον Κύριο με μεγάλη μετάνοια τα δάκρυά της και το πολύτιμο μύρο και ως μυροφόρος προετοιμάζει τον ενταφιασμό του Χριστού. Ως εκ τούτου την αμαρτωλή γυναίκα η μετάνοιά της την ανυψώνει σε μυροφόρο. Έτσι και κάθε αμαρτωλός έχει την ελπίδα της σωτηρίας, διά της ειλικρινούς μετανοίας και της απαρνήσεως κάθε κακίας από τα βάθη της ψυχής, μπορεί να αξιωθεί της συγχωρήσεως από τον Φιλάνθρωπο Κύριο. Όντως είναι μεγάλη η δύναμη της μετανοίας!





Δόξα Πατρ ..Κα νν….χος πλ.δ’.

Ποημα Κασσιανς Μοναχς
Κριε, ν πολλας μαρταις περιπεσοσα γυν, τν σν ασθομνη θετητα, μυροφρου ναλαβοσα τξιν, δυρομνη μρα σοι, πρ το νταφιασμο κομζει. Ομοι! λγουσα, τι νύξ μοι, πρχει, οστρος κολασας, ζοφδης τε κα σληνος, ρως τς μαρτας. Δξαι μου τς πηγς τν δακρων, νεφλαις διεξγων τς θαλσσης τ δωρ, κμφθητ μοι πρς τος στεναγμος τς καρδας, κλίνας τος ορανος, τ φτ σου κενσει, καταφιλσω τος χρντους σου πδας, ποσμξω τοτους δ πλιν, τος τς κεφαλς μου βοστρχοις, ν ν τ παραδεσ Εα τ δειλινν, κρτον τος σν χηθεσα, τ φβ κρβη. μαρτιν μου τ πλθη κα κριμτων σου βσσους, τίς ξιχνισει ψυχοσστα Σωτρ μου; Μή με τν σν δολην παρδς, μτρητον χων τ λεος.


(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου)
{Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, έγινε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη. Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί   να τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονήσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.}




κ τς ερς Μονς