Μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου,
καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς.
Ο ψαλμός 36 του Δαυΐδ, στίχ. 9 και 11) επισημαίνει: «..ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν Κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσι γῆν. …οἱ δὲ πραεῖς κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατατρυφήσουσιν ἐπὶ πλήθει εἰρήνης..»
Οι στίχοι του ψαλμού επαληθεύονται στη
ζωή του Ιωσήφ. Ο πάγκαλος Ιωσήφ, μικρότερος υιός του Πατριάρχου Ιακώβ, αποτελεί
προτύπωση του Εσταυρωμένου Χριστού, διότι μιμήθηκε τον Κύριο αν και έζησε προ
Χριστού. Τα αδέλφια του τον φθόνησαν γιατί ήταν πιο αγαπητός, τον έρριξαν σ'
ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο
θηρίο. Στη συνέχεια, τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι
τον ξαναπούλησαν στον αρχιμάργειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο
Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να
τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος
άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον
συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους
σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και φυλάκισε τον Ιωσήφ.
Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της
Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή. Με το φωτισμό του
Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά
χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη
σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε
άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με
αφορμή τη διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ' αδέλφια του που τον είχαν
φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην
Αίγυπτο μαζί με τους γονείς.
Οι αρετές του Ιωσήφ είναι οι πνευματικοί
καρποί, που έχουν μεγάλη δύναμη στη ζωή του ανθρώπου και ευλογούνται από τον
Δωρεοδότη Θεό, ο οποίος πολλαπλασιάζει
τα χαρίσματα στο θεοφιλή άνθρωπο.
Ταῖς τοῦ Παγκάλου Ἰωσὴφ πρεσβείαις,
Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς…
Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο,
τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν, καὶ ὁ
γενναῖος ἐκάθητο
ἅρματι, ὡς βασιλεὺς τιμώμενος, τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας, ἀντεδοξάζετο παρὰ τοῦ βλέποντος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας, καὶ νέμοντος
στέφος ἄφθαρτον.
Ἀπό τὰ Ἀπόστιχα Ἰδιόμελα. Ἦχος πλ. δ’
Τῆς
ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν, τὸ ἐπιτίμιον φοβηθέντες ἀδελφοί, καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Δόξα Πατρί…Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ…
Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν, εὑρὼν ὁ δράκων, διὰ ῥημάτων, ἔσπευδε κολακείαις, ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ, ἀλλ’ αὐτὸς
καταλιπὼν τὸν χιτῶνα, ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν, καὶ γυμνὸς οὐκ ᾐσχύνετο, ὡς ὁ
Πρωτόπλαστος, πρὸ τῆς παρακοῆς, αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς