Τη Αγία και Μεγάλη Δευτέρα εις τον Όρθρον (2020)


 Μνεαν ποιομεθα το μακαρου ωσφ το Παγκλου,
κα τς π το Κυρου καταραθεσης κα ξηρανθεσης Συκς.
 



Ο ψαλμός 36 του Δαυδ, στίχ. 9 και 11) επισημαίνει: «..τι ο πονηρευμενοι ξολοθρευθσονται, ο δ πομνοντες τν Κριον ατο κληρονομσουσι γν. …ο δ πραες κληρονομσουσι γν κα κατατρυφσουσιν π πλθει ερνης..»




Οι στίχοι του ψαλμού επαληθεύονται στη ζωή του Ιωσήφ. Ο πάγκαλος Ιωσήφ, μικρότερος υιός του Πατριάρχου Ιακώβ, αποτελεί προτύπωση του Εσταυρωμένου Χριστού, διότι μιμήθηκε τον Κύριο αν και έζησε προ Χριστού. Τα αδέλφια του τον φθόνησαν γιατί ήταν πιο αγαπητός, τον έρριξαν σ' ένα βαθύ λάκκο και εξαπάτησαν το πατέρα τους ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Στη συνέχεια, τον πούλησαν για τριάντα αργύρια σε εμπόρους, οι οποίοι τον ξαναπούλησαν στον αρχιμάργειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πετεφρή. Ο Ιωσήφ ήταν πανέμορφος και τον ερωτεύθηκε η γυναίκα του Πετεφρή, που θέλησε να τον παρασύρει σε ανήθικη πράξη βιαίως. Μόλις εκείνη έπιασε τον Ιωσήφ, εκείνος άφησε στα χέρια της το χιτώνα του και έφυγε. Εκείνη από το θυμό της τον συκοφάντησε στο σύζυγό της, ότι δήθεν αυτός επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς. Ο Πετεφρής την πίστεψε και φυλάκισε τον Ιωσήφ.



Κάποτε όμως ο Φαραώ, ο βασιλιάς της Αιγύπτου, είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν εξηγητή. Με το φωτισμό του Θεού, μόνο ο Ιωσήφ μπόρεσε να το εξηγήσει. Ότι θα έλθουν στη χώρα του επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και πείνας. Ενθουσιάσθηκε ο Φαραώ από τη σοφία του και τον έκανε γενικό άρχοντα, σαν πρωθυπουργό. Ο Ιωσήφ διαχειρίσθηκε άριστα την εξουσία και φρόντισε στα δύσκολα χρόνια της πείνας όλο το λαό. Με αφορμή τη διανομή του σιταριού, φανερώθηκαν τ' αδέλφια του που τον είχαν φθονήσει. Εκείνος δεν τους κράτησε κακία, αντίθετα τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς.

Οι αρετές του Ιωσήφ είναι οι πνευματικοί καρποί, που έχουν μεγάλη δύναμη στη ζωή του ανθρώπου και ευλογούνται από τον Δωρεοδότη Θεό, ο οποίος  πολλαπλασιάζει τα χαρίσματα στο θεοφιλή άνθρωπο. 




Τας το Παγκλου ωσφ πρεσβεαις,
Χριστ Θες, λησον μς. μήν.

  






Κοντκιον. χος πλ. δ’. ς παρχς…
ακβ δρετο, το ωσφ τν στρησιν, κα γενναος κθητο ρματι, ς βασιλες τιμμενος, τς Αγυπτας γρ ττε τας δονας μ δουλεσας, ντεδοξζετο παρ το βλποντος τς τν νθρπων καρδας, κα νμοντος στφος φθαρτον.




 πό τ πστιχα διμελα. χος πλ. δ’
Τς ξηρανθεσης συκς δι τν καρπαν, τ πιτμιον φοβηθντες δελφο, καρπος ξους τς μετανοας, προσξωμεν Χριστ, τ παρχοντι μν τ μγα λεος.




Δόξα Πατρί…Κα νν κα ε
Δευτραν Εαν τν Αγυπταν, ερν δρκων, δι ημτων, σπευδε κολακεαις, ποσκελσαι τν ωσφ, λλ’ ατς καταλιπν τν χιτνα, φυγε τν μαρταν, κα γυμνς οκ σχνετο, ς Πρωτπλαστος, πρ τς παρακος, ατο τας κεσαις Χριστ, λησον μς.


κ τς ερς Μονς