Άγιος Γρηγόριος Ε' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1745 - 1821)

  Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Αρκαδίας από ευσεβείς γονείς, κατά κόσμον Γεώργιος Αγγελόπουλος. Παρακολούθησε μαθήματα στη Σμύρνη και σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Αθήνα και στην Πατμιάδα σχολή. Στη Μονή της Μεταμορφώσεως των Στροφάδων νήσων, εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος. Το 1818 μ.Χ. μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη στο Άγιον Όρος και «δειξεν εθς ζωηρότατον νθουσιασμν πρ το πνεύματος ατς κα ηχήθη π καρδίας», για την επιτυχία του σκοπού της. Στις 19 Αυγούστου 1785 εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης και παραμένει στον πατριαρχικό θρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798, όταν εξορίζεται από την Πύλη για το Άγιον Όρος, διότι θεωρήθηκε ανίκανος να υποτάξει τους Χριστιανούς κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Το 1818 κλήθηκε πάλι στον οικουμενικό θρόνο, όπου παρέμεινε μέχρι το μαρτυρικό θάνατό του. Έταξε ως σκοπό στη ζωή του να υπηρετήσει πιστά το δούλο Γένος και να βοηθήσει με όλες τις δυνάμεις του και με την ζωή του στην απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό.

Όταν οι Τούρκοι ανησύχησαν με τις επαναστατικές κινήσεις και με την παρουσία του Υψηλάντη, που υποκίνησε το κίνημα από τη Ρωσία, ο σουλτάνος σε έναν γενικό ξεσηκωμό θα διέταζε γενική σφαγή. Ο εθνομάρτυρας Πατριάρχης πληροφορήθηκε ότι ο σουλτάνος έδωσε εντολή με σχετικό έγγραφο, με το οποίο θα κηρύσσονταν ιερός πόλεμος εναντίον των Ελλήνων. Η σφαγή κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια του αμάχου πληθυσμού. Στην προσπάθειά του ο Πατριάρχης να διασώσει τον Ελληνικό πληθυσμό από την σφαγή και συγχρόνως να παραπλανήσει τον Σουλτάνο με διπλωματική δεξιοτεχνία και να δώσει την ευκαιρία στους αγωνιστές να εργάζονται ανενόχλητοι, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες. Ο Εθνομάρτυρας θα ημπορούσε να φύγει και να σωθεί, όπως του συνιστούσαν πολλοί από τους άρχοντες και ξένες πρεσβείες. Η απάντησή του είναι το αντάξιο προοίμιο, στις ένδοξες σελίδες ιστορίας που γράφηκαν με το μαρτυρικό του θάνατο:

«Μην με προτρέπετε εις φυγήν. Μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κων/πόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω εις πλοίον, ήτοι κλεισθείς εν οικία οιουδήποτε ευεργετικού ημίν πρέσβεως να ακούω, πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούν τον χηρεύσαντα λαόν! Ουχί. Εγώ διά τούτο είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως δι’ εμού απολεσθή διά των χειρών των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωήν μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες, εκπλαγέντες εκ της αδικίας του θανάτου μου, δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως, πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι δε Έλληνες, οι άνδρες της μάχης θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. Εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' υπομονής εις ό,τι και αν μοι συμβή. Σήμερον (Κυριακήν των Βαΐων) θα φάγωμεν ιχθύας, αλλά μετά τινας ημέρας, και ίσως κατά ταύτην την εβδομάδα, ιχθείς θα μας φάγωσι... Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγυιών, να με δακτυλοδείκτουσι λέγοντες: «Ιδού έρχεται ο φονεύς Πατριάρχης». Αν το Έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα, θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου… Υπάγω όπου με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του Έθνους και ο Πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».



 
Δεν έφυγε λοιπόν ο ηρωϊκός Πατριάρχης επωμίσθηκε τον σταυρό του και αρνήθηκε την προσφορά της φυγαδεύσεως. Έμεινε ορθός να αντιμετωπίσει γενναία την κατάσταση. Να δώσει, ως καλός ποιμήν, τη ζωή του υπέρ του ποιμνίου, να προστατεύσει τον λαό από τη σφαγή. Επισκέπτεται τον ισλάμη και του υπενθυμίζει με παρρησία τα προνόμια που παρεχώρησε ο πορθητής. Εκείνος ζητά κάποια επίσημη διαβεβαίωση περί της μη συμμετοχής όλου του έθνους στο κίνημα. Ο Τούρκος ισλάμης δίκαιος και φιλάνθρωπος, παίζει ο ίδιος με τη ζωή του, ψάχνοντας να βρει τρόπο να βοηθήσει τους Χριστιανούς και να μην εκδώσει τα έγγραφα που θα κήρυσσαν ιερό πόλεμο. Συσκέπτεται ο Πατριάρχης με τους προκρίτους και τους αρχιερείς και δεν δυσκολεύεται να αποφασίσει. Εκδίδει τον γνωστό αφορισμό της επαναστάσεως, βέβαιος ων ότι αυτό δεν θα είχε καμία επίπτωση στον αγώνα, διότι θα καταλάβαιναν οι ηγέτες της επαναστάσεως ότι ο αφορισμός είναι εικονικός, ότι έγινε μετά από πίεση και βία, μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η γενική σφαγή.






Στο έγγραφο της καταδίκης του, αναφέρεται η αιτία του απαγχονισμού του, ημέρα του Πάσχα, στις 10 Απριλίου 1821: «…λλ’ πιστος Πατριάρχης τν λλήνων… ξ ατίας τς διαφθορς τς καρδίας του, χι μόνον δν εδοποίησεν οδ’ παίδευσε τος πατηθέντας, λλ καθ’ λα τ φαινόμενα το κα ατός, ς ρχηγός, μυστικς συμμέτοχος τς παναστάσεως… ντ ν δαμάσ τος ποστάτας κα δώση πρτος τ παράδειγμα τς ες τ καθήκοντα πιστροφς των, πιστος οτος γινεν πρωταίτιος λων τν νεφυεισν ταραχν… πειδ πανταχόθεν βεβαιώθημεν περ τς προδοσίας του χι μόνος ες βλάβην τς ψηλς Πύλης, λλ κα ες λεθρον ατο το θνους του, νάγκη το ν λείψη νθρωπος οτος π το προσώπου τς γς κα δι τοτο κρεμάσθη πρς σωφρονισμ τν λλων». Το ιερό του λείψανο μετεκομίσθη στην Οδησσό και από εκεί στην Αθήνα την 25η Απριλίου 1871 μ.Χ., όπου εναπετέθη στον Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα. Στις 10 Απριλίου ο 1921 ανακηρύχθηκε άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος.







πολυτκιον. χος α’. Τς ρήμου πολίτης.
Δημητσάνης τν γόνον βυζαντίου τν πρόεδρον, κα τς κκλησίας πάσης, γέρας θεον κα καύχημα. Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ς Μάρτυρα Χριστο πανευκλε, να λάβωμεν πταισμάτων τν λασμόν, παρ Θεο κραυγάζοντες. Δόξα τ δεδωκότι σου σχύν, δόξα τ σ στεφανώσαντι, δόξα τ ν εκλεί ορανν, δοξάσαντ σε γιε.




Μεγαλυνριον
Δετε εφημήσωμεν ο λαο, τν θεον Ποιμένα, κα πέρμαχον τν πιστν, τν πρ το θνους, κα τς ρθοδοξίας, ν ξύλ ρτηθέντα, ς Δεσπότης Χριστς.


κ τς ερς Μονς