Ο Άγιος Νεομάρτυς Αντώνιος ο Αθηναίος (5 Φεβρουαρίου)


 Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1754 μ.Χ. από πάμπτωχους ευσεβείς γονείς που τον ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ηλικία των δώδεκα ετών αποφάσισε να γίνει έμμισθος δούλος σε κάποιους Αρβανίτες Τούρκους της Αθήνας, για να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς του. Μετά από τέσσερα χρόνια, πουλήθηκε σε αγαρηνούς εμίρηδες της Πελοποννήσου που τον βασάνισαν για να αλλαξοπιστήσει, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά τον πήραν μαζί τους στο Δούναβη σε τουρκικό στράτευμα, κι εκεί πουλήθηκε ο ευλογημένος πέντε φορές, πέφτοντας από σκληρό σε σκληρότερο αφέντη, αλλά ο Άγιος δεν αρνήθηκε την πίστη του. Τελικά, ο Θεός ευδόκησε να πουληθεί για τετρακόσια γρόσια σε ένα ορθόδοξο Χριστιανό μεταξουργό στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να στερεωθεί καλύτερα στην πίστη και  στην πνευματική ζωή, συμμετέχοντας πλέον άφοβα στα μυστήρια της Εκκλησίας μας. 
 

Ένα βράδυ, ο Άγιος είδε στον ύπνο του ένα θεόσταλτο όνειρο, που τον ενημέρωνε για το επικείμενό Μαρτύριό του, γεγονός που χαλύβδωσε την πίστη του. Την επομένη ημέρα, ο τελευταίος Αγαρηνός αφέντης του, πέρασε από το εργαστήριο που εργαζόταν και άρχισε αμέσως να φωνάζει, συκοφαντώντας τον μικρό Αντώνιο για απόδραση από την οικία του και για απάρνηση της Ισλαμικής πίστεως, που είχε τάχα ασπασθεί πρόσφατα. Επιστράτευσε μάλιστα αρκετούς ψευδομάρτυρες, για να στηρίξει τα λεγόμενά του. Όλοι μαζί όρμησαν κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και εν συνεχεία τον πήγαν στον δικαστή της Ρούμελης, δίνοντας τη μαρτυρία, ότι πραγματικά είχε εκτουρκιστεί.

Κατά την εξέταση του δικαστού, ο Άγιος, με τόλμη δήλωσε: «Εγώ Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός είμαι και ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό κι είμαι έτοιμος να δεχτώ μύριους θανάτους γι’ Αυτόν». Ο κριτής, προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη τάζοντας πλούτη και τιμές, αλλά και με απειλές για φρικτά βασανιστήρια και θάνατο. Ο μάρτυς όμως, ακλόνητος στην αρχική του απόφαση, του απάντησε: «Μην νομίζεις ότι θα καταφέρεις να με αποτρέψεις από την πίστη μου στον Χριστό με τα φοβερίσματά σου. Γι' αυτό βασάνισε, μαστίγωσε και κατατεμάχισε το σώμα μου και επινόησε και κανέναν άλλον καινούργιο και φοβερότερο θάνατο, επειδή περισσότερο υπάρχει περίπτωση εσύ να γίνεις Χριστιανός παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ Αυτόν, Υιόν του Θεού και αληθινό Θεό».


Τότε ο κριτής θαύμασε την παρρησία του Αγίου και ενώ αντιλήφθηκε την συκοφαντία, προτίμησε να καταδικάσει τον μάρτυρα για το φόβο του όχλου και τον έστειλε στον Βεζίρη. Η ανεπιτυχής σειρά προσπαθειών εξισλαμισμού του Μάρτυρα, συνεχίστηκε και από τον Βεζίρη, που διαπίστωσε την σταθερότητα του Αγίου στην Ορθόδοξη πίστη, αλλά και το μέγεθος της συκοφαντίας εναντίον του. Αποφάσισε την φυλάκισή του μήπως αποφύγει τη θανάτωσή του. Στην φυλακή, ο Αντώνιος παρηγορούσε τους συγκρατούμενους, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του για το επικείμενο μαρτύριό του. Τελικά, ο βεζίρης φοβούμενος τον όχλο, έβγαλε απόφαση να θανατωθεί ο άγιος ή να αλλαξοπιστήσει.

Στην ερώτηση του βεζίρη αν αποδέχεται τον Μωάμεθ ή τον θάνατο, ο Άγιος δήλωσε θαρραλέα ότι δεν πρόκειται να απαρνηθεί τον Δημιουργό του και ακολούθησε ήρεμα τον δήμιο στο Ακ-Σεράι, για να θανατωθεί. Εκεί έγειρε το κεφάλι του λέγοντας τρεις φορές: «Κύριε, εις τας χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ο δήμιος τον χτύπησε τρεις φορές με το σπαθί στον τράχηλο, για να τον πονέσει και να δειλιάσει, αλλά βλέποντας ότι ματαιοπονεί, αποκεφάλισε τον εικοσάχρονο νεαρό Αντώνιο στις  5 Φεβρουαρίου του έτους  1774 μ.Χ. Εν συνεχεία οι χριστιανοί της περιοχής εξαγόρασαν το Άγιο λείψανο για εβδομήντα γρόσια και το ενταφίασαν εν πομπή στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής Κων/πόλεως.

Ο Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος συγκαταλέγεται στον ένδοξο χορό των αναρίθμητων νεομαρτύρων της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι ενώ ζούσαν στη γη, με τον νου και την καρδιά τους ήταν στραμμένοι στον ουρανό. Εμπνευστής και βοηθός τους ήταν ο Ζωοδότης Χριστός. Η πίστη και η αγάπη στον Χριστό και στην Ελλάδα ήταν ο πολύτιμος θησαυρός, για τον οποίο θυσίασαν την ζωή τους. Οι Νεομάρτυρες αποδείχθηκαν δούλοι αδούλωτοι της λευτεριάς προάγγελοι.





πολυτκιον. χος δ'. Ταχ προκατλαβε
Μρτυς σου, Κριε, ν τ θλσει ατο, τ στφος κομσατο τς φθαρσας, κ σο το Θεο μν· χων γρ τν σχν σου, τος τυρννους καθελεν, θραυσε κα δαιμνων, τ νσχυρα θρση· Ατο τας κεσαις, Χριστ Θες, σσον τς ψυχς μν.



κ τς ερς Μονς