Η σημερινή Παραβολή μας προσφέρει δύο
μηνύματα: με το δράμα του Ασώτου καταδεικνύεται η δύναμη της Μετανοίας και με
την Ευσπλαχνία του Πατέρα το μέγεθος της Θείας φιλανθρωπίας και φιλοστοργίας.
Έχει λεχθεί και είναι απόλυτα
αποδεδειγμένο ότι παγκοσμίως στη φιλοσοφία των λαών και στην αρχαία ελληνική
γραμματεία, δεν είναι δυνατόν να βρεθεί ανάλογος θησαυρός
σοφίας-ευσπλαχνίας-αγάπης και τρυφερότητας σαν αυτόν της Παραβολής του Ασώτου.
Είναι πράγματι ένα αριστούργημα αρετών - το Ευαγγέλιο των Ευαγγελίων, όπως
είπαν. Αν χάνονταν όλοι τα κείμενα του Ευαγγελίου και έμενε η Παραβολή αυτή, θα
ήταν αρκετή να φανερώσει την απέραντη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.
Ο άσωτος είναι ο αποστάτης αμαρτωλός που
απομακρύνεται από τον Θεό – Πατέρα. Η αμαρτία είναι επανάσταση, φυγή από τον
Πατέρα και από τα αγαθά Του και διασκόρπιση της περιουσίας, που είναι τα δώρα
του Θεού. Ο άσωτος υιός «ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως»
και ως άνθρωπος επιρρεπής στην αμαρτία, φθείρεται με όλες τις δυνάμεις του
σώματος και της ψυχής και παραδίδεται στον λιμό, την πείνα του σώματος και την
απώλεια της ψυχής. Η ζωή της ασωτίας δεν μπορούσε να είναι απεριόριστη. Έτσι ο
άσωτος κατάντησε χοιροβοσκός και εκεί «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν» ήλθε σε μετάνοια,
γνωρίζει καλά τον εαυτό του και συλλογίζεται: «ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον».
Κάνει την αυτοκριτική του, θυμούμενος
την προηγούμενη ευτυχισμένη ζωή του κοντά στον Πανάγαθο Πατέρα του και
μονολογεί: «πόσοι μίσθιοι τοῦ
Πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων,
ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!» Συναισθάνεται βαθιά την
αμαρτία του, ωστόσο δεν απελπίζεται. Νοιώθει μονάχα βαθειά λύπη. Λύπη για την
κατάστασή του, γιατί έθλιψε και πόνεσε τον Πατέρα του, γιατί δεν στάθηκε άξιος
της αγάπης του στοργικού Πατέρα του. Είναι όμως βέβαιος πως ο Πατέρας του
εξακολουθεί να τον αγαπά. Έχει την βεβαιότητα ότι θα τον ξαναδεχθεί έστω και
σαν δούλο. Γι’ αυτό και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι κοντά του.
Εκεί, θα πέσει στα γόνατα και θα ομολογήσει: «Τὸν πλοῦτον ὅν μοι δέδωκας, τῆς χάριτος ὁ ἄθλιος,
ἀποδημήσας ἀχρείως, κακῶς ἠνάλωσα Πάτερ, ἀσώτως ζήσας δαίμοσι, δολίως διεσκόρπισα».
«Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, Πάτερ οἰκτίρμον·
δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν
με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».
Και ο άσωτος γιος δεν διαψεύδεται, η
λύση του δράματος δόθηκε από την ανοικτή αγκαλιά του πατέρα του. Ο πατέρας, ενώ
ακόμα ο γιος του ήταν μακριά, έτρεξε πρώτος να τον υποδεχθεί, τον αγκάλιαζε και
τον φιλούσε. Έτσι αποκαταστάθηκε, συγχωρήθηκε, δικαιώθηκε.
Αυτός ο Πατέρας είναι Φιλεύσπλαχνος
Θεός, που όταν δει τη διάθεσή μας για μετάνοια, δεν περιμένει να κάνει έργα ο
αμαρτωλός, αλλά ευθύς συμφιλιώνεται μαζί του. Και αμέσως ο Πατέρας έδωσε εντολή
στους δούλους του, δηλαδή στους αγγέλους που Τον διακονούν, να του φέρουν την
στολή την πρώτη, δηλαδή την καθαρότητα και την αγιωσύνη, να του φορέσουν το
δαχτυλίδι, αφού η ψυχή νυμφεύεται πάλι τον Χριστό κι αποκτά τα χαρίσματα του
Αγίου Πνεύματος και τα καινούργια υποδήματα, για να έχει τη δύναμη να τρέχει
στης αρετής το δρόμο «τοῦ
πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων», δηλαδή επάνω στο διάβολο.
Και επιπλέον προστάζει να ετοιμάσουν «τὸν
μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε» ο οποίος μόσχος
είναι η Θεία Κοινωνία. Είναι τα δώρα που δίνει
ο Πανάγαθος Θεός
σε όποιον μετανοεί. Γιαυτό «εὐφρανθῶμεν» διότι χαρά μεγάλη γίνεται στον
ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί. Και η αιτία της χαράς είναι η ανάσταση
του νεκρού, του αμαρτωλού ανθρώπου, η εύρεση του απολωλότος.
Υπάρχει όμως και ο πρεσβύτερος υιός, ο
οποίος οργίσθηκε όταν είδε το έκτακτο συμπόσιο και τη χαρά του πατέρα του για
την επιστροφή του ασώτου αδελφού και ότι έσφαξε τον μόσχο τον σιτευτό. Η
αντίδρασή του φανερώνει τον πληγωμένο εγωϊσμό και τον φθόνο του, παρόλη τη
νουθεσία του Πατέρα να συμμετάσχει στην οικογενειακή ευτυχία, διότι «ὁ υἱός οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε,
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».
Η δήλωση του πατέρα βεβαιώνει ότι η αγάπη του Θεού Πατέρα δεν εμποδίζεται από
την αμαρτία και των πιο διεφθαρμένων ανθρώπων, αρκεί να μετανοήσουν αληθινά και
ο Θεός τους δέχεται με αγάπη και τους αποκαθιστά στην πρώτη θέση.
Ας δεχθούμε όλοι βαθιά μέσα μας το
μήνυμα «περὶ τοῦ Ἀσώτου
καὶ σώφρονος πάλιν, καὶ τούτου πίστει ἐκμιμησώμεθα τὴν καλὴν μετάνοιαν». Αμήν!
Κάθισμα. Δόξα… Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον· ἀσώτως
τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον· εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τῶν οἰκτιρμῶν σου Σωτήρ, νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω· Ἥμαρτον Πάτερ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐνώπιόν σου.
Καὶ νῦν… Θεοτοκίον.
Ἀνύμφευτε
ἁγνή, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ μόνη τῶν πιστῶν, προστασία καὶ σκέπη, κινδύνων καὶ θλίψεων, καὶ δεινῶν περιστάσεων, πάντας λύτρωσαι, τοὺς ἐπὶ σοὶ τάς ἐλπίδας, Κόρη, ἔχοντας, καὶ τὰς
ψυχὰς ἡμῶν σῶσον ταῖς θείαις πρεσβείαις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος
γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς
πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως,
ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου, Πάτερ οἰκτίρμον·
δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν
με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς