Καταγόταν από τη Λάμψακο της Φρυγίας στη
Μικρά Ασία, από φτωχούς και χριστιανούς γονείς, στην παιδική του ηλικία έβοσκε
χήνες. Ήταν ευσεβής και φιλομαθής, μελετούσε με ευλάβεια την Αγία Γραφή,
αγάπησε τον Θεό πάνω από όλα και δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και
θεράπευε τους πάσχοντες από ασθένειες του σώματος και από την πονηρή γενεά των
δαιμόνων. Επί αυτοκράτορος Δεκίου το 250 μ.Χ., ο Άγιος καταγγέλλεται ως
χριστιανός και με χαρά παρουσιάζεται στον άρχοντα της Νικαίας Ακυλίνο και
απολογείται ομολογώντας με θάρρος την πίστη του.
Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού
αντιστέκεται στις προκλήσεις του Ακυλίνου, υπομένει όλα τα βασανιστήρια πού επινοεί
ο νοσηρός και μοχθηρός νους του τυράννου (πολυήμερη φυλακή, πεζοπορία με καρφιά
στα πόδια, ραβδισμοί και κάψιμο των πλευρών με λαμπάδες, σπαθισμοί κ.ά.) και
μένει αταλάντευτος στην πίστη του Χριστού, υπομένοντας με καρτερία τα φρικτά
μαρτύρια. Πριν αποκεφαλιστεί, προσευχήθηκε στον Άγιο Θεό λέγοντας:
«Δέσποτα Κύριε, Θεέ των θεών, Βασιλέα
των βασιλέων, Άγιε των αγίων, Σε ευχαριστώ γιατί με αξίωσες να αγωνισθώ τούτον
τον αγώνα άμεμπτα και μέχρι τέλους. Και τώρα, Σε παρακαλώ, ας μη με ακουμπήσει
το δόλιο χέρι του πονηρού και απωλέσει στον άδη, αλλά παράλαβε με τους αγίους
Αγγέλους της μεγαλόπρεπης δόξας σου την ψυχή μου ειρηνικά, και εισάγαγέ την στα
σκηνώματά σου. Σε όσους θυμούνται δε τον δούλο Σου και επιθυμούν να προσφέρουν
θυσίες προς τιμή μου, άκουσέ τους από την αγία κατοικία Σου, και στείλε τους ως
ανταπόδοση πλούσιες και άφθαρτες ευεργεσίες, γιατί Εσύ είσαι ο μόνος αγαθός και
ο χορηγός των αγαθών στους αιώνες. Αμήν».
Και ο Μάρτυρας παρέδωσε την ψυχή του
στον Θεό λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου», χωρίς να
πληγωθεί από το ξίφος του δημίου. Οι Χριστιανοί παρέλαβαν το τίμιο λείψανο και
αφού το έχρισαν με πολύτιμα μύρα και το τύλιξαν σε σινδόνα, το κατέθεσαν σε
λάρνακα και το απέστειλαν στην πόλη της Λαμψάκου, κατά την επιθυμία του. Τον
ελληνικό βίο του συνέγραψε ο Άγιος Συμεών ο μεταφραστής, πού έζησε τον 10ο
αιώνα και συνέλεξε τους υπάρχοντας τότε βίους των Αγίων και τον διετύπωσε εκ
νέου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τρυφὴν τὴν ἀκήρατον,
ἰχνηλατῶν ἐκ
παιδός, βασάνους ὑπήνεγκας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθλησας
ἄριστα ὅθεν τὴν τῶν θαυμάτων, κομισάμενος χάριν, λύτρωσαι
πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, Τρύφων Μεγαλομάρτυς,
τοὺς σὲ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον.
Φύλαττε ἐκ βλάβης τε καὶ φθορᾶς, ἡμῶν τὰς ἀμπέλους, καὶ τοὺς κήπους καὶ τὰ
φυτά, ὡς μεγίστην χάριν, λαβὼν παρὰ Κυρίου, καὶ δίωκε θηρία Τρύφων τὰ φθείροντα.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς