
Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, την ημέρα
που γεννήθηκε ο γιος του (12 Ιανουαρίου 1838) συνελήφθη εν νέου από τον Χότζα,
που τον είχε κατηγορήσει και στο παρελθόν ότι εμπαίζει τη μουσουλμανική
θρησκεία. Ο Γεώργιος οδηγήθηκε στον δικαστή και ομολόγησε με επιμονή ότι ήταν
χριστιανός πάντοτε και ποτέ δεν αρνήθηκε την πίστη του. Τον έριξαν στη φυλακή,
όπου οι χριστιανοί κρατούμενοι του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει τον αγώνα του
μαρτυρίου. Ένας λευκοφορεμένος νέος του έλυσε τις χειροπέδες και τον ενίσχυσε
με τόση δύναμη, ώστε με χαρά άκουσε το πρωί της 17ης Ιανουαρίου την απόφαση της
καταδίκης του σε θάνατο.
Όταν έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης,
στην πύλη του φρουρίου των Ιωαννίνων, ομολόγησε για τελευταία φορά: «Χριστιανός
ήμουν και είμαι, προσκυνώ τον Χριστό μου και την Δέσποινά μου Θεοτόκο». Και
παρακάλεσε τους δημίους να του λύσουν τα χέρια, έκανε το σημείο του σταυρού και
φώναξε προς τους Χριστιανούς: «Συγχωρέστε με, αδελφοί και ο Θεός να σας
συγχωρήσει». Κι όπως έλεγε αυτά, τον απαγχόνισαν. Ήταν τριάντα ετών. Μαρτύρησε
με απαγχονισμό στις 17 Ιανουαρίου 1838 στα Ιωάννινα. Ο τότε Μητροπολίτης
Ιωακείμ τον κήδευσε επίσημα ως χριστιανό μάρτυρα, ενώ πολλά θαύματα έγιναν την
ώρα της ακολουθίας και έκτοτε διά των λειψάνων του αγίου.
Το 1971 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων
από τον τάφο του στη βόρεια πλευρά του Ιερού Ναού της Αγίας Μαρίνας,
εναποτέθηκαν σε λάρνακα και κατατέθηκε στον νεόδμητο ναό προς τιμήν του Αγίου
Γεωργίου του Νεομάρτυρος, στην πλατεία Πάργης.
Ἀπολυτίκιον, Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν
πανεύφημον Μάρτυν Χριστοῦ
Γεώργιον, Ἰωαννίνων τὸ κλέος καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἐν ᾠδαῖς πνευματικαῖς ἀνευφημήσωμεν· ὅτι ἐνήθλησε στερρῶς, καὶ κατήνεγκεν ἐχθρόν, τοῦ Πνεύματος τῇ δυνάμει· καὶ νῦν ἀπαύστως πρεσβεύει, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Μαρτύρων ὁ κοινωνός, καί λαμπρά προθήκη, καί ἰσότιμος ἀληθῶς· χαίροις Νεομάρτυς, Γεώργιε θεόφρον, τῆς Ἐκκλησίας ἄστρον, νέον καί ἐκλαμπρον.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς