Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης


Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου το 332 μ.Χ. και ήταν νεώτερος αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Μορφώθηκε όπως και ο αδελφός του κοντά στον σοφιστή Λιβάνιο, αλλά την συστηματική παιδεία έλαβε από τον αδελφό του, τη μητέρα του Εμμέλεια, την αδελφή του Μακρίνα και τη γιαγιά του Μακρίνα, μαθήτρια του Αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, ο οποίος φανερώθηκε σε όραμα και του απήγγειλε το Σύμβολο της Πίστεως που συνέταξε. Ο άγιος Γρηγόριος ήταν ισχυρή προσωπικότητα, διακρινόταν κι αυτός για την ευφυΐα, την επιμέλεια και τη φιλοσοφική του ιδιοφυΐα. Αρχικά χειροτονείται αναγνώστης (ερμηνευτής των Γραφών), νυμφεύεται τη Θεοσέβεια, η οποία πρόωρα εκοιμήθη και σε ηλικία 40 ετών ο Γρηγόριος χειροτονείται επίσκοπος Νύσσης της Καππαδοκίας.

Οι Αρειανοί αντιλαμβανόμενοι ότι στο πρόσωπό του η αίρεσή τους θα είχε σπουδαιότατο πολέμιο, τον κατηγόρησαν για αντικανονική χειροτονία. Τον καθαιρούν ερήμην παρόλο που η σύνοδος των Επισκόπων δεν ήταν σε κανονική τάξη, καταδιώκεται περιπλανώμενος, αλλά γρήγορα έληξε η περιπέτειά του και επανήλθε στη Νύσσα, όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή.

Το 379 μ.Χ. ο άγιος Γρηγόριος έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Αντιόχειας, η οποία κατεδίκασε την αίρεση του Απολλιναρίου, που δίδασκε πως ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός ούτε τέλειος άνθρωπος. Ανασκεύασε τις κακόδοξες θεωρίες του Απολλιναρίου, όπως αργότερα έπραξε και στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη.  Ο Θεός τον αξιώνει να γίνει το κυριότερο όργανό Του στη Σύνοδο αυτή και με «...τη μάχαιρα που δίνει το Πνεύμα και η οποία είναι ο λόγος του Θεού» (Προς Έφεσίους στ' 17), ο άγιος Γρηγόριος  κατατρόπωσε τους πνευματομάχους του Μακεδονίου και συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως που συνέταξε η Σύνοδος, προσθέτοντας τα άρθρα περί του Αγίου Πνεύματος και τα υπόλοιπα. Στις συζητήσεις εκείνες της Συνόδου, ο Γρηγόριος ο Νύσσης τόσο πολύ είχε διακριθεί, ώστε ονομάστηκε «Πατήρ Πατέρων και Νυσσαέων Φωστήρ». Ο δε Μέγας Θεοδόσιος τον ονόμασε στύλο της Ορθοδοξίας και αργότερα συμπεριελήφθη στη χορεία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας ως «Πατήρ Πατέρων» κατά τον τίτλο που απέδωσε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787 μ.Χ.



Ο άγιος απέθανε ειρηνικά το 395 μ.Χ., αφού άφησε πολύ αξιόλογα θεολογικά έργα: ερμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ηθικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, επιταφίους και έναν επιμνημόσυνο στον αδελφό του Μέγα Βασίλειο. Μεταξύ των σπουδαιοτέρων έργων του, είναι οι λόγοι «περί Παρθενίας»», «εις τον βίον του Προφήτου Μωϋσέως», που είναι πραγματεία για τον βίο της αρετής και της τελειότητος, ο βίος της αδελφής του οσίας Μακρίνας, ο Μ. Κατηχητικός λόγος κ.ά.






πολυτκιον. χος γ’. Θείας πίστεως.
Θεον γρήγορσιν, νδεδειγμένος, στόμα σύντονον, τς εσέβειας, νεδείχθης εράρχα Γρηγόριε τ γρ σοφία τν θείων δογμάτων σου, τς κκλησίας εφραίνεις τ πλήρωμα. Πάτερ σιε, Χριστν τν Θεν κέτευε, δωρήσασθαι μν τ μέγα λεος.




Κοντκιον. χος α’. Χορός γγελικός
Τς κκλησίας νθεος εράρχης, καί τς σοφίας σεβάσμιος μυστολέκτης, Νύσσης γρήγορος νος Γρηγόριος, σν γγέλοις χορεύων, κα ντρυφν τ θεί φωτί, πρεσβεύει παύστως πέρ πάντων μν.



κ τς ερς Μονς