
Από τις
Διδαχές του Οσίου

* Κάποιοι ρώτησαν τον αββά Μακάριο: «Πώς πρέπει να
προσευχόμαστε;» Ο γέροντας τούς αποκρίθηκε: «Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά
να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε: “Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις,
ελέησέ με”. Αν πάλι περιμένουμε πόλεμο –δηλαδή πειρασμό–, να λέμε: “Κύριε,
βοήθησέ με”. Και αυτός γνωρίζει αυτά που μας συμφέρουν και θα μας ελεήσει».
* Ήταν κάποιος στην Αίγυπτο που είχε γιο παράλυτο και τον
έφερε στο κελλί του αββά Μακαρίου, όπου τον άφησε μπροστά στην πόρτα να κλαίει
και έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέροντας έξω, είδε το παιδί και το ρώτησε:
«Ποιος σε έφερε εδώ;» «Ο πατέρας μου με έριξε εδώ και έφυγε», απάντησε εκείνο,
και ο γέροντας του είπε: «Σήκω να τον προλάβεις». Και αμέσως έγινε καλά και
σηκώθηκε και έφτασε τον πατέρα του, και έτσι πήγαν στο σπίτι τους.
* Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κατά την απουσία του,
μπήκε ληστής στο κελλί του. Επιστρέφοντας αυτός στο κελλί, βρήκε τον ληστή να
φορτώνει στην καμήλα τα πράγματά του. Μπήκε λοιπόν και αυτός στο κελλί και
άρχισε να παίρνει πράγματα και να τα φορτώνει στην καμήλα μαζί μ’ εκείνον. Όταν
πια τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθεί, αυτή όμως
δεν σηκωνόταν. Βλέποντας ο αββάς Μακάριος ότι η καμήλα δεν σηκώνεται, μπήκε στο
κελλί, βρήκε ένα μικρό σκαλιστήρι, το πήρε και το έβαλε και αυτό επάνω της
λέγοντας: «Αδελφέ, αυτό γυρεύει η καμήλα». Και χτυπώντας την με το πόδι ο
γέροντας είπε: «Σήκω!» Η καμήλα αμέσως σηκώθηκε, περπάτησε λίγο, για τον λόγο
του γέροντα, και κάθισε πάλι. Και δεν ξανασηκώθηκε, μέχρι που ξεφόρτωσαν όλα τα
πράγματα, και τότε έφυγε.
ΠΗΓΗ:
Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας»,
Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 192 κ.ε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Μακάριε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων
σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ οἴκῳ Κύριος, τῆς ἐγκρατείας, ἀληθῶς σε ἔθετο, ὡσπερ ἀστέρα ἀπλανῆ, φωταγωγοῦντα τά πέρατα, Πάτερ Πατέρων, Μακάριε Ὅσιε.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς